Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ από ισχυρές προσωπικότητες για το Κυπριακό! “Μη δώσετε και την υπόλοιπη Κύπρο στην Τουρκία“

Πολύ ισχυρές προσωπικότητες υπογράφουν την κάτωθι Διακήρυξη Για Την Κύπρο εκφράζοντας ύση τις ανησυχίες τους για τις επερχόμενες διπλωματικές εξελίξεις και τη διαβόητο “λύση” του Κυπριακού.

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όχι σε κίβδηλη, δήθεν λύση.
Γ. Κασιμάτης. Β. Φίλιας, Π. Νεάρχου, Λ. Αξελός, Π. Ήφαιστος, Μ. Ευρυβιάδης, Δ. Αλευρομάγειρος, Θ. Στοφορόπουλος.
Παρακολουθούμε, με μεγάλη ανησυχία, την ενορχήστρωση μιας προπαγάνδας ότι έχει επιτευχθεί μεγάλη πρόοδος στις διεξαγόμενες διακοινοτικές συνομιλίες και ότι το Κυπριακό βαίνει προς τη λύση του και ότι αυτή ενδέχεται μάλιστα να επιτευχθεί μέσα στο 2016.
Ούτε τα μέχρι τώρα γνωστά αποτελέσματα των διακοινοτικών συνομιλιών ούτε η Τουρκική αδιαλλαξία δικαιολογούν μια τέτοια αισιοδοξία.
Η Τουρκική αδιαλλαξία εκφράσθηκε επανειλημμένα και προσφάτως, στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, διά στόματος του Τούρκου Πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου και του Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν. Η σκόπιμη αυτή καλλιέργεια αισιοδοξίας πρέπει να προκαλεί, αντιθέτως, ανησυχία και κινητοποίηση για την αποτροπή ενός νέου σχεδίου καταστροφικής λύσεως.Ο επιδιωκόμενος στόχος του παρασκηνίου, που υποκινεί την προπαγάνδα αυτή, είναι η προετοιμασία του εδάφους και η παραπλάνηση της κοινής γνώμης σχετικά με το πραγματικό περιεχόμενο του συζητούμενου σχεδίου λύσεως. Το τελευταίο έχει ως βάση αναφοράς το Σχέδιο Ανάν, που το απέρριψε, με συντριπτική πλειοψηφία 75,6%, ο Κυπριακός λαός, το 2004.
Η αρχή για τον σημερινό κύκλο των διακοινοτικών συνομιλιών, έγινε με την αποδοχή από την Ελληνική πλευρά, ως κοινής συμφωνημένης διαπραγματευτικής βάσεως, του κοινού ανακοινωθέντος Αναστασιάδη-Έρογλου της 11ης Φεβρουαρίου 2014. Ο Κύπριος Πρόεδρος ισχυρίζεται ότι διεσφάλισε σ’ αυτό τις τρεις βασικές αρχές, που αποτελούν κόκκινες γραμμές για την Ελληνική πλευρά. Τη μία δηλαδή διεθνή προσωπικότητα, τη μία κυριαρχία και τη μία ιθαγένεια. Εξετάζοντας όμως κανείς προσεκτικά το κοινό ανακοινωθέν, διαπιστώνει ότι η υποτιθέμενη διασφάλιση της ασκήσεως των τριών αρχών κάθε άλλο παρά είναι σαφής και δεδομένη.
Αποτελεί, στην πραγματικότητα, μνημείο «εποικοδομητικής ασάφειας», σε βάρος της Ελληνικής πλευράς. Τα προβλεπόμενα δύο «συνιστώντα κράτη», παραπέμπουν σε δύο ισοκυρίαρχα μέρη, σε τυπική συσκευασία ενός. Προφανώς, δεν αντιπροσωπεύουν μια διεθνή προσωπικότητα, μια κυριαρχία και μια ιθαγένεια. Αντιπροσωπεύουν ένα δικέφαλο κράτος, με διπλή κυριαρχία και τριπλή ιθαγένεια.
Η διζωνική κοινοτική ομοσπονδία πάσχει αφετηριακά. Η ισοκυριαρχία συγκαλύπτει επιτηδείως τον ψευδώνυμο χαρακτήρα της ομοσπονδίας, που, στην πραγματικότητα, είναι κατά μείζονα λόγο συνομοσπονδία και μόνο κατά ελάσσονα λόγο ομοσπονδία. Συγκαλύπτει επίσης την κατάλυση της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας και την υποδούλωση της Ελληνο-κυπριακής πλειοψηφίας στην Τουρκοκυπριακή μειοψηφία και μέσω αυτής στην Άγκυρα. Η τελευταία ελέγχει τους Τουρκοκυπρίους πολιτικά, στρατιωτικά και δημογραφικά. Οι έποικοι είναι ηδη υπερδιπλάσιοι των Τουρκοκυπρίων.
Ποια πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία θα είχε ένα τέτοιο πολιτικό μόρφωμα; Καμιά απόφαση δεν θα μπορούσε να λαμβάνεται, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Άγκυρας. Η Κύπρος, με την επίφαση μιας δήθεν «λύσεως» του Κυπριακού και «επανενώσεως» της Κύπρου, θα μετατρεπόταν σε προτεκτοράτο και θα περιερχόταν στο σύνολό της στον γεωπολιτικό έλεγχο της Άγκυρας.
Προβάλλεται το επιχείρημα ότι η συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι επαρκής εγγύηση για την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων μιας κακής λύσεως και για την εφαρμογή σ’ όλοκληρη την Κύπρο των Ευρωπαϊκών αρχών και του Ευρωπαϊκού κεκτημένου. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, γιατί η Τουρκική πλευρά αξιώνει η συμφωνία για τη λύση ν’ αποτελέσει πρωτογενές Ευρωπαϊκό δίκαιο, ώστε να μη συγκρούεται με τις Ευρωπαϊκές αρχές και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Με απλά λόγια, να γίνει δηλαδή εξαίρεση των Ελλήνων της Κύπρου από τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες, που κατοχυρώνει το Ευρωπαϊκό κεκτημένο για όλους τους Ευρωπαίους, ώστε να μη υπονομευθούν οι «αρχές» του εθνικού και θρησκευτικού διαχωρισμού, που συνεπάγεται η διζωνική ομοσπονδία! Αντί δηλαδή οι Ευρωπαϊκές αρχές και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο ν’ αποτελέσουν το πλαίσιο και τη βάση για μια έντιμη, δίκαιη και δημοκρατική λύση του Κυπριακού, που να κατοχυρώνει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες όλων των Κυπρίων, χωρίς εθνικές και θρησκευτικές διακρίσεις, επιχειρείται το αντίστροφο.
Είναι πολύ ανησυχητικό και επικίνδυνο για την Κύπρο, ενώ, σε αυτή, τουλάχιστον, την περίοδο, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για σωστή λύση του Κυπριακού, λόγω της Τουρκικής αδιαλλαξίας και συγκεκριμένων διεθνών συσχετισμών, η επίσημη Κυπριακή πλευρά να επισπεύδει για λύση, υποχωρώντας σε πιέσεις του ξένου παράγοντα, που εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα και τους δικούς του στρατηγικούς σκοπούς. Η πολιτική αυτή συνεπάγεται νέες συνεχώς υποχωρήσεις και διολισθήσεις της Ελληνικής πλευράς, που υπονομεύουν την ίδια την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Διαχρονικός στόχος της Άγκυρας και των συμμάχων της ήταν και είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιχειρήθηκε το 1963-64, το 1974, το 2004, με το Σχέδιο Ανάν. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι μόνο το έρεισμα του αγώνα για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Κύπρου. Είναι επίσης το πλαίσιο και η βάση, πάνω στην οποία μπορεί να λυθεί δημοκρατικά η συνταγματική πτυχή του Κυπριακού για όλους τους πολίτες της, Ελληνοκυπρίους, Τουρκοκυπρίους και άλλους, έξω από τη διχοτομική ιδέα του χωριστού κράτους και των τετελεσμένων της Τουρκικής κατοχής. Η διαφύλαξή της έχει επομένως πρωταρχική σημασία. Είναι αδιανόητο να υπονομεύεται, με πολιτικές, διπλωματικές διαδικασίες και «Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης», που την υποσκάπτουν και την υποβαθμίζουν.
Η θέση της Κύπρου δεν είναι τόσο ανίσχυρη όσο ορισμένοι θέλουν να την παρουσιάζουν. Η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως τον αποκλειστικό νόμιμο φορέα συλλογικής εκφράσεως του Κυπριακού λαου. Πέραν αυτών, είναι ενταγμένη, στο σύνολο της επικράτειάς της, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αναστολή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου στα κατεχόμενα. Πέρα όμως από αυτά, αντιπροσωπεύει, πρωτ’ απ’ όλα, ένα δίκαιο αγώνα εναντίον μιας ξένης κατοχής. 
Οι Ευρωπαϊκές αρχές και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο συντρέχουν προς την κατεύθυνση μιας σωστής και δημοκρατικής λύσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η ίδια η Κύπρος δεν θα δεχθεί «αρχές» λύσεως, που την εξαιρούν από το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και δεν θα δεχθεί επίσης τη μετατροπή ενός θέματος εισβολής και κατοχής σε διακοινοτικό. Η Κύπρος έχει αναβαθμισθεί γεωστρατηγικά, μετά την ανεύρεση σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη και γενικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο. Έχει στρατηγική σύγκλιση συμφερόντων με χώρες της περιοχής, που δεν έχουν κανένα λόγο να επιθυμούν διολίσθηση της Κύπρου στον Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο.
Η μεγάλη σύγκρουση που μαίνεται στη Συρία και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή αναδιατάσσει συσχετισμούς και δημιουργεί νέες ισορροπίες, που δεν είναι ευνοϊκές για την Άγκυρα. Η τελευταία έχει δεχθεί, αντιθέτως, δεινό πλήγμα στη Συρία και βρίσκεται σε ανοικτό πόλεμο με τους Κούρδους στη Συρία αλλά και με τους Κούρδους στο εσωτερικό της.
Γιατί η Κύπρος να σπεύσει να προσδεθεί στο άρμα της Ισλαμικής Άγκυρας, με μια λεόντεια δήθεν λύση, που θα νοιμομοποιούσε την Τουρκική κατοχή, θα κατέλυε κάθε έννοια πραγματικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας και θα καθιστούσε την Κύπρο Τουρκική έπαλξη στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως φιλοδοξεί και διακηρύσσει απροκάλυπτα ο Τούρκος Πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου; Στο πνεύμα αυτό, η Άγκυρα διεκδικεί, άλλωστε, και τη συνέχιση των Τουρκικών εγγυήσεων, ως μέρος του πακέτου της λύσεως.
Η συνταγματοποίηση της κατοχής και το δυαρχικό κράτος, που προεικονίζεται, στην περίπτωση της συζητούμενης καταστροφικής λύσεως, θα επαρκούσαν ουσιαστικά για την ποδηγέτηση και τον γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου, που επιδιώκει η Άγκυρα. Η τελευταία θέλει όμως επιπλέον και τις εγγυήσεις για να διατηρήσει, μέσω αυτών, άμεσα νομικά δικαιώματα ενδιαφέροντος και μόνιμη στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο. 
Το θέμα των εγγυήσεων έχει γι’ αυτό κεφαλαιώδη σημασία και δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος να προβούν σε οποιαδήποτε υποχώρηση. Η αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων και η απαλλαγή και των Τουρκοκυπρίων από τη ξένη κατοχή αποτελεί θέση-κλειδί στο όλο ζήτημα και χωρίς αυτήν κάθε λύση θα είναι νόθα. Το Κυπριακό είναι πάνω απ’ όλα πρόβλημα εισβολής, κατοχής και εποικισμού.
Η ακολουθούμενη ενδοτική πολιτική του Κυπρίου Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη, που υποστηρίζεται, εκτός από την ηγεσία του κόμματος του ΔΗΣΥ και από την ηγεσία του ΑΚΕΛ, δημιουργεί και ένα άλλο κίνδυνο, μέσα από τις συνεχείς υποχωρήσεις του. Να αναγνωρισθεί σταδιακά και να νομιμοποιηθεί το ψευδοκράτος, πριν ακόμη υπάρξει οποιαδήποτε κατάληξη σε συμφωνία, μέσα από τις διακοινοτικές συνομιλίες, ή διαπιστωθεί, για μια ακόμη φορά, το αδιέξοδο, λόγω της Τουρκικής αδιαλλαξίας.
Η Κύπρος έχει επειγόντως ανάγκη από μια άλλη πολιτική και στρατηγική για ν’ ανασχέσει τον μεγάλο κίνδυνο, που διαγράφεται στον ορίζοντα. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος γιατί εντάσσεται σ’ ένα σκηνικό, μέσα στο οποίο η θέση της Ελλάδος είναι σήμερα αποδυναμωμένη, λόγω της οικονομικής κρίσεως αλλά και της κρίσεως των προσφύγων και των μεταναστών και της αλληλουχίας με τα άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει. 
Η άλλη πολιτική και στρατηγική πρέπει να έχει ως βάση τα αυτονόητα και τις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ και το κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στην οποία η Κύπρος συμμετέχει. Δεν έχει κανένα λόγο η Κύπρος να επισπεύδει για να πάρει μια ολέθρια λύση, πολύ χειρότερη ακόμη και από το status quo και η οποία δεν θα έχει οδό επιστροφής και επανορθώσεως.
Ο Κυπριακός λαός και η Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκονται σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο, υπαρξιακό σταυροδρόμι. Πρέπει, πέρα από κόμματα και κομματικές νομιμοφροσύνες και ενώπιον του άμεσου κινδύνου εθνικής καταστροφής, να βρουν την ανάταση και το ενωτικό πνεύμα, που ενέπνευσε το ΟΧΙ στο Σχέδιο Ανάν. 
Πρέπει ο Κυπριακός λαος να προασπίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και τον αγώνα του για μια λύση, που να διασφαλίζει πραγματικά την εθνική του ύπαρξη, την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και τα αναφαίρετα δικαιώματά του. Επί σχεδόν 42 χρόνια, η Ελληνική πλευρά έκανε απίστευτες υποχωρήσεις, με το πιστόλι του Αττίλα στον κρόταφο, ελπίζοντας ότι θα ήταν έτσι δυνατή μια ανεκτή λύση. 
Συνεχείς μονομερείς υποχωρήσεις, επικίνδυνες και μάταιες παραχωρήσεις, οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Η Άγκυρα χρησιμοποιεί σήμερα απροκάλυπτα και το πρόβλημα των προσφύγων και μεταναστών και ζητά, μεταξύ άλλων, ανταλλάγματα στο Κυπριακό αντί να εκπληρώσει τις Κυπρογενείς της υποχρεώσεις. Προβαίνει επίσης σε νέες αμφισβητήσεις της Κυπριακής ΑΟΖ και σε απροκάλυπτες απειλές για στρατιωτική δράση, αν η Κυπριακή Δημοκρατία προχωρήσει σε νέες έρευνες υδρογονανθράκων στην Κυπριακή ΑΟΖ. 
Το ψευδοκράτος στα κατεχόμενα έσπευσε να ταυτισθεί με τις Τουρκικές αμφισβητήσεις και απειλές. Ποιά είναι η δήθεν κοινή βάση, πάνω στην οποία διεξάγονται οι διακοινοτικές συνομιλίες;
Η συζητούμενη «λύση» δεν αποτελεί λύση. Είναι παρών ο κίνδυνος, η Τουρκία, αφού πήρε τη μισή σχεδόν Κύπρο, να ετοιμάζεται να πάρει και την άλλη μισή, με φενάκη τη δήθεν «λύση». Ο λαός της Κύπρου οφείλει να αντιληφθεί τί πραγματικά διακυβεύεται, να μη παραπλανηθεί και να το αποτρέψει, με την ίδια αποφασιστικότητα, όπως το απέτρεψε το 2004.
Γιώργος Κασιμάτης, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών
Βασίλης Φίλιας, Καθηγητής Κοινωνιολογίας, π. Πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου
Περικλής Νεάρχου, Πρέσβυς ε.τ.
Λουκάς Αξελός, Συγγραφέας, Διευθυντής Εκδόσεων «Στοχαστής» – Περ. «Τετράδια»
Πανίκος Ήφαιστος, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
Μάριος Ευρυβιάδης, Αν. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Πολιτικών Επιστημών Παντείου Πανεπιστημίου
Δημήτρης Αλευρομάγειρος, Αντιστράτηγος εν αποστρατεία, π. Γενικός Επιθεωρητής Ελληνικού Στρατού
Θέμος Στοφορόπουλος, Πρέσβυς ε.τ.

Ανάρτηση από: http://www.freepen.gr