Του Κώστα Πατλακίδη
Νομίζω ότι το Πάσχα στην Νέα Ορεστιάδα των παιδικών μου χρόνων ήταν μελαγχολικό. Δεν θυμάμαι οικογενειακές συναθροίσεις και γλέντια, όπως τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά ή τις Απόκριες ας πούμε… Ούτε και στην γειτονιά όμως, που η ζωή της εκείνα τα χρόνια ήταν διάφανη. Γειτόνια, δηλαδή επισκέψεις σε γείτονες, σε αντίθεση με άλλες γιορτές και μέρες, δεν γίνονταν. Ήταν, μπορώ να πω τώρα, μια περίοδος περισυλλογής και ενδοσκόπησης μάλλον. Απείχαμε μόλις μιαν ανάσα από στρατόπεδο, που την περίοδο εκείνη γνώριζε μεγάλες δόξες, μεσουρανούσης της δικτατορίας, κι όμως η γειτονιά ήταν «σιωπηλή». Ρίχναμε ως παιδιά τα πυροτεχνήματά μας, κυρίως στην πρώτη Ανάσταση, πράγμα που μονοπωλούσε την έγνοια μας καθ’ όλη την Μεγάλη Εβδομάδα, αλλά πέραν τούτου ουδέν.
Ο καθένας στο σπίτι του, εκτός ίσως από εκείνους με τις προσκλήσεις για τα γλέντια στα στρατόπεδα. Θα έλεγα ότι ήταν απόρροια της μεγαλύτερης ίσως ρήξης που έκανε η προηγούμενη γενιά, αυτήν της εξατομικευτικής επιλογής οικογενειακής πορείας και του διαχωρισμού απ’ την φαμίλια – της αποκαθήλωσης του παππού απ’ την κεφαλή του τραπεζιού, όμως μάλλον δεν είναι ακριβώς έτσι, καθώς το σόϊ, τα σόγια, έπαιζαν ακόμη βασικό ρόλο σε κάθε γιορτή ή γλεντοκόπι. Το ψήσιμο αρνιού στην σούβλα εξάλλου ανήμερα το Πάσχα, δεν το ξέραμε ως το ’72, δεν ταίριαζε ίσως στην προσφυγική, κατά βάσιν Αδριανοπουλίτικη εθιμοτυπικά ελέω μάνας, θρακιώτικη κουλτούρα μας, προέκυψε ως νεωτερισμός μάλλον, προέκταση της ιδεολογικής κυριαρχίας των στρατοπέδων και των αναρίθμητων σταθμών χωροφυλακής στην περιοχή, και ίσως μιμητισμού, αποτέλεσμα γοητείας και επιρροής της νεοεμφανισθείσης τότε ελληνικής τηλεόρασης – μέχρι τότε βλέπαμε μόνο Βουλγάρικους τηλεοπτικούς σταθμούς συνήθως χωρίς φωνή, όσοι τουλάχιστον είχαν τα κότσια, εκτός από τα φράγκα, γιατί κεραία στραμμένη προς το ‘σιδηρούν παραπέτασμα’ ήταν καρφί στο μάτι της ελληνικής χωροφυλακής , και ποιος ήθελε μπλεξίματα τότε, εκτός κι αν είχε άλλους τρόπους να νταλαβεριστεί μαζί της…
Κι η τηλεόραση άλλωστε μόνο τσολιάδες εμφάνιζε τότε, εξ ου και οι (ενδεδυμένες κατά το εισαγόμενο κατά βάσιν εξευρωπαϊστικό αυλικό πρότυπο) Αμαλίες που ως τα τέλη του ’70 κυριαρχούσαν στις παρελάσεις μας, οτιδήποτε τοπικό ή θρακιώτικο ήταν δυσανεκτικό, προκαλούσε μιαν εξουσία που, ωραία το διηγούνταν μια φορά ο Αηδονίδης πως όταν πρωτοβγήκε στο ραδιόφωνο ντρέπονταν να τραγουδήσει θρακιώτικα, ήθελε εκτός από το να φτιάξει μια πόλη δορυφόρο – την πρωτεύουσα, με όσο γίνεται περισσότερους πρόσφυγες/κατοίκους, να τους/μας μυήσει και σε έναν τρόπο (ΝΕΑΣ) ομιλίας, σκέψης, διασκέδασης. Ήταν η εποχή διαμόρφωσης του μονοδιάστατου ανθρώπου, αλα «ελληνικά» φυσικά, που όχι μόνο απήχε απ’ τον αντίστοιχο που περιγράφει ο Μαρκούζε, αλλά, όπως συνήθως γίνεται σε κάθε αναπαραγόμενη εκδοχή του εισαγόμενου πρωτοτύπου στην χώρα μας, το αποτέλεσμα ήταν να χάσουμε τον μπούσουλα. Με πρώτη και καλύτερη την «αριστερά», που μπήκε στην χοάνη πατριωτική και βγήκε κοσμοπολίτικη – και πάλι αλά γκρέκα, αρνούμενη να υπερασπιστεί την ιστορία της αντί για το κλεψιμαίικο, συνθηματολογικά μόνο φυσικά, παραμορφωμένο είδωλο που σερβίρονταν ως εθνική ανάγκη για σωτηρία μας.
Όπως και σήμερα, που, χωμένοι απ’ την κορφή ως τα νύχια στην κουλτούρα των συνταγματαρχών - την οποία υποτίθεται ότι καταγγέλλουμε, ξεχνάμε πως, το «ανήκομεν εις την δύσιν» και όχι στους εαυτούς μας (μεταξύ δύσης και ανατολής, όπως μας έταξε η γεωγραφία, η κουλτούρα και η πολιτική αυτοσυνειδησία μας) , πολύ πριν γίνει ιδεολογική εμμονή μιας παρηκμασμένης -και ανθρωπιστικά- πολιτικής τάξης, ήταν μηχανισμός (και όχι μόνο ιδεολογικός) συρρίκνωσης της χώρας και απαλλοτρίωσης ανθρώπων, ονείρων, πολιτισμών. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε ιστορικά πολλές φορές στα χρόνια που πέρασαν από «τον καιρό των ελλήνων».
Χρόνια πολλά
Ανάρτηση απο: http://geromorias.blogspot.gr