πίνακας του Giorgio de Chirico
Του Σωτήρη Δημόπουλου (Άρδην τ. 105)
Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός ο τρόπος που οι άνθρωποι απωθούμε την πρόσληψη της δύσκολης πραγματικότητας. Αντιμετωπίζουμε ό,τι μας συμβαίνει αδρανώς με την μεθοδολογία της σκέψης που έχουμε συνηθίσει, ακόμη κι αν αυτή έχει συντελέσει στην επιδείνωση της κατάστασής μας. Στο άτομο, η καθήλωση στην άρνηση καταλήγει σε νευρώσεις ή/και κατάθλιψη, ενώ σε συλλογικό επίπεδο οδηγεί σε ιδεοληπτικές εμμονές, που εκδηλώνονται σε ανάλογου χαρακτήρα πολιτικές συμπεριφορές ή/και σε παραίτηση από την συμμετοχή στα κοινά. Το αποτέλεσμα είναι, σε κάθε περίπτωση, καταστροφικό.
Η περιγραφή αυτή αποτυπώνει την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας των τελευταίων χρόνων. Η οικονομική κρίση αποκάλυψε το δραματικό εύρος των δομικών παθογενειών των κρατικών λειτουργιών, τους αποσαθρωμένους κοινωνικούς αρμούς, το χαμηλό επίπεδο των ντόπιων ελίτ και τις οδυνηρές εξωτερικές εξαρτήσεις. Στοιχεία που μακροχρόνια δρούσαν υπονομευτικά στο εθνικό σώμα αλλά πριν την άρση του παραπετάσματος των ομαδικών ψευδαισθήσεων δεν γίνονταν αντιληπτά ή αποδεκτά από την συλλογική συνείδηση.
Παράλληλα, όμως, η σαρωτική δίνη των αρνητικών εξελίξεων ανέδειξε αυτούσια τη γεω-πολιτισμική θέση του ελληνισμού, σε όλο το ιστορικό της βάθος, το εύθραυστο παρόν της και την ερεβώδη προοπτική της. Διέλυσε τα σύννεφα της ουτοπίας που κάλυπταν τον ορίζοντα του κόσμου μας και διαπιστώσαμε ότι δεν μετακινηθήκαμε ποτέ από εκεί που ήμασταν εδώ και χίλια χρόνια, παρ’ ότι πολλές φορές το ποθήσαμε ή το λησμονήσαμε: στην οριογραμμή που χαράχθηκε ήδη κατά τους τελευταίους εναγώνιους αιώνες του Βυζαντίου. Εκεί που ο ελληνισμός, ως διακριτή πολιτισμική οντότητα, κονταροχτυπιέται για την επιβίωσή του, καθώς πιέζεται μέχρις εξαφανίσεως, ταυτοχρόνως με Ανατολή και Δύση. Τούρκοι και Φράγκοι, Ισλάμ και Καθολικισμός, διεκδίκησαν τον χώρο της ελληνικής Ορθοδοξίας, διαμοιράζοντας τα εδάφη και επιχειρώντας την βίαιη αλλαγή της ταυτότητας των κατοίκων του. Ο Έλληνας άνθρωπος κατόρθωσε, με οδυνηρές φυσικές και πνευματικές απώλειες, να επιζήσει της φοβερής μέγγενης, λόγω των ισχυρών καταβολών του, οι οποίες συμπυκνώνονταν στη θρησκευτική του πίστη και στις σωτήριες λειτουργίες του κοινοτισμού.Η περιγραφή αυτή αποτυπώνει την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας των τελευταίων χρόνων. Η οικονομική κρίση αποκάλυψε το δραματικό εύρος των δομικών παθογενειών των κρατικών λειτουργιών, τους αποσαθρωμένους κοινωνικούς αρμούς, το χαμηλό επίπεδο των ντόπιων ελίτ και τις οδυνηρές εξωτερικές εξαρτήσεις. Στοιχεία που μακροχρόνια δρούσαν υπονομευτικά στο εθνικό σώμα αλλά πριν την άρση του παραπετάσματος των ομαδικών ψευδαισθήσεων δεν γίνονταν αντιληπτά ή αποδεκτά από την συλλογική συνείδηση.
Παρά την αποικιοκρατική σχέση με τη Δύση, κυρίως με τη Μεγάλη Βρετανία, ο ελληνισμός, με νικηφόρα αφετηρία το 1821, διεξήγαγε μια «διαρκή επανάσταση» ενός αιώνα, την «Μεγάλη Ιδέα», που αποτελούσε και την μοναδική οδό-διέξοδο από τις γεωπολιτικές συμπληγάδες. Η αποτυχία της ολοκλήρωσής της, που συνεπαγόταν τον περιορισμό του ελλαδικού κράτους στην βαλκανική χερσόνησο, προκάλεσε εσωτερίκευση των συγκρούσεων και διάσταση προσανατολισμών. Το πεδίο της αντιπαράθεσης περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, στην επιλογή πόλου εξάρτησης και με στόχο την επικράτηση επί του εσωτερικού αντιπάλου και όχι τον απεγκλωβισμό του ελληνισμού από την ιστορική λαβίδα. Οι κοινωνικο-ιδεολογικές συγκρούσεις διεξάγονταν δηλαδή σε ένα καθορισμένο πλαίσιο: την τριπλή, πια, πίεση από δύση, ανατολή και βορρά –ο τελευταίος θα έχει αναχθεί σε απειλή πολύ πριν τη δημιουργία της ΕΣΣΔ. με την ανάδυση του πανσλαβισμού μετά την λήξη του κριμαϊκού πολέμου. Ως εκ τούτου, ακόμη και η ηρωική στάση των Ελλήνων κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο κατέληξε σε εσωτερική τραγωδία.
Η ύστερη αναλαμπή του ελληνισμού σημειώθηκε στην Κύπρο, στον αντιαποικιακό πόλεμο για την «Ένωση», η θετική έκβαση του οποίου θα μπορούσε να τον αναδείξει σε ηγεμονική θέση στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η προοπτική, ωστόσο, στάθηκε και η κύρια αιτία που δεν επετράπη να ολοκληρωθεί επιτυχώς το εγχείρημα. Στην πραγματικότητα, κανείς, ούτε εχθρός ούτε «σύμμαχος», δεν θα ήταν ικανοποιημένος από μια τέτοια εξέλιξη.
Το κυπριακό σήμανε και τη λήξη της μικρής ανάπαυλας στην αντιπαράθεση με την Τουρκία. Η Ελλάδα προσκολλήθηκε στενότερα στο δυτικό στρατόπεδο, όχι πια εξαιτίας τής από βορρά απειλής ή της προσδοκίας για τον εκδημοκρατισμό των θεσμών της και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της, αλλά πρωτίστως λόγω του προερχομένου εξ ανατολών θανάσιμου κινδύνου – μια εξίσωση που σαφώς βόλευε τον ευρωατλαντισμό, καθώς η χώρα παρέμενε πάντα ο αβέβαιος κρίκος του δυτικού στρατοπέδου για λόγους βαθύτατα πολιτισμικούς.
Η διαδικασία ενσωμάτωσης της Ελλάδας στις δυτικές δομές κατά τρόπο εντελώς παρασιτικό, με τη χώρα να θεωρείται «ιδιάζουσα περίπτωση», παρά τις όποιες θετικές επιπτώσεις, είχε ως συνέπεια και τη μετέπειτα γιγάντωση κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών «τερατογενέσεων».
Εν τω μεταξύ, η απόπειρα του Ανδρέα Παπανδρέου να επικεντρωθεί στον ανατολικό κίνδυνο, παραμένοντας στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, αλλά ερχόμενος σε συνεννόηση και με τον σλαβικό παράγοντα, αποτέλεσε μια κίνηση ανατρεπτική, αλλά θνησιγενή. Πρώτον, διότι τα ανατολικά καθεστώτα ήταν ήδη υπό κατάρρευση, ενώ οι διάδοχες καταστάσεις ακολούθησαν άλλους προσανατολισμούς – σε όλα τα μετα-σοσιαλιστικά κράτη των Βαλκανίων θα επικρατήσουν ακραίες εθνικιστικές και αναθεωρητικές τάσεις και απέναντι στην Ελλάδα υπάρχουν ευρέως εμπεδωμένα εχθρικά αισθήματα. Δεύτερος και κυριότερος παράγοντας που καταδίκαζε την προσπάθεια αναχαίτισης της τουρκικής απειλής ήταν το ότι η διακυβέρνηση της δεκαετίας του 1980 υπονόμευσε την παραγωγική βάση της οικονομίας και τα ηθικά ερείσματα της κοινωνίας και εν τέλει μεγιστοποίησε την εξάρτηση της χώρας. Και ως γνωστόν, η αίσθηση της προϊούσας αδυναμίας οδηγεί νομοτελειακά σε υποχωρήσεις, παραχωρήσεις και παραιτήσεις.
Αυτήν την περίοδο θα συντελεστεί επίσης μια ραγδαία ανασύνθεση του αστικού κόσμου. Οι νέες ελίτ θα απαρτίζονται κυρίως από τα «νέα τζάκια» που στερούνται την αίσθηση της εθνικής συνέχειας και ευθύνης, η οποία χαρακτήριζε έναν σκληρό πυρήνα της κατεστημένης αστικής τάξης. Κανελλόπουλοι, Τσάτσοι, Σεφέρηδες θα ανήκουν πια στο μακρινό παρελθόν. Το χάσμα που θα προκληθεί θα καλυφθεί πρόχειρα και παροδικά με ένα νέο εθνικό «αφήγημα» από μια επιλεγμένη συρραφή της αριστερής κριτικής των προηγούμενων δεκαετιών. Ωστόσο, αυτή η μεταβατική φάση κράτησε όσον ήταν ακόμη αναγκαίο για την νομιμοποίηση των νέων ηγεμονικών στρωμάτων.
Πολύ σύντομα, με την απαρχή της παγκοσμιοποίησης, τα στρώματα αυτά επιχειρούν τη μεγάλη στροφή ή καλύτερα το μεγάλο άλμα στο κενό… Στην υπαρκτή διπλή εξωτερική πίεση απαντούν με τη σταδιακή και εθελοντική επίθεση στην ελληνική ταυτότητα. Το όραμα της αντικατάστασης της ελληνικής από μια νέα, ευρωπαϊκή, συνείδηση καθίσταται κυρίαρχο. Άλλωστε, ο κύριος όγκος των οικονομικών δραστηριοτήτων συνδέεται με τα ευρωπαϊκά κονδύλια και οι ελληνικές ελίτ –οικονομικές, πολιτικές και «πνευματικές»– επιθυμούν διακαώς να προβιβασθούν σε τοποτηρητές του ευρωπαϊκού κέντρου και συνακόλουθα σε μόνιμους διαχειριστές των χρηματικών εισροών. Το σχέδιο είναι δύσκολο στην εφαρμογή του, καθώς, σε έναν λαό, ακόμη και αρκετά αλλοτριωμένο, χρειάζονται κάποιες γενιές για να αλλοιωθεί ολοκληρωτικά η συνείδησή του. Εντούτοις, για δυο σχεδόν δεκαετίες –με αποκορύφωμα βεβαίως την οκταετία Σημίτη–, η προσπάθεια είχε επίζηλα επιτεύγματα. Η κοινωνική κινητικότητα, λόγω των μεταναστευτικών ροών, η επικράτηση των παγκοσμιοποιητικών προτύπων, η πρωτοφανής διεύρυνση του στρώματος των διανοουμένων, οι οποίοι ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές αποχρώσεις τους λειτούργησαν ως οργανικά μέλη της κυρίαρχης τάξης, δημιούργησαν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την εργαστηριακή μετάλλαξη.
Καθ’ όλην αυτήν την περίοδο αναδείχθηκε ένα βασικό δίπολο: «οπισθοδρομικός ελληνισμός» vs «προοδευτική Ευρώπη». Ο τρόπος ανάδειξης του αντιθετικού αυτού σχήματος, εκ μέρους όσων διατύπωναν το αίτημα του εξευρωπαϊσμού, δεν υποδήλωνε την αδήριτη ανάγκη εκσυγχρονισμού του ελληνισμού, μέσω της υπέρβασης των αδυναμιών του –αναπροσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου, ενίσχυση της περιφέρειας, αναστροφή των καταθλιπτικών δημογραφικών δεικτών, ενίσχυση των μέσων αποτροπής των εξωτερικών επιβουλών. Αντιθέτως, ο πυρήνας αυτών των αντιλήψεων, που ενσαρκωνόταν σε πολιτικές αποφάσεις, εμπεριείχε την ριζική άρση της εθνικής ταυτότητας και την ένδυση της «ευρωπαϊκής» ως μοναδικό τρόπο επίτευξης του εκσυγχρονισμού και ενσωμάτωσης του ελληνισμού στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο.
Ταυτοχρόνως, όμως, συνέβη και κάτι που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του νεώτερου ελληνισμού. Σε αντίθεση με όσους Έλληνες του Βυζαντίου, στα υστεροβυζαντινά έτη, αλλά και αργότερα, υποστήριζαν την Ένωση των Εκκλησιών ή ακόμη και την προσχώρηση στον καθολικισμό, για να γλυτώσει ο ελληνισμός από την τουρκική υποδούλωση ή τον εξισλαμισμό, οι ελληνικές ελίτ επέλεξαν την παράδοση όχι μόνον στην δύση αλλά και στην Τουρκία. Η ωραιοποίηση του οθωμανικού παρελθόντος στα σχολικά βιβλία ή η υποστήριξη του σχεδίου Ανάν εντασσόταν σε μια προσπάθεια, ευρω-ατλαντικής εμπνεύσεως, απόλυτα εξωφρενικής, η οποία σηματοδοτούσε με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο την αρχή του τέλους.
Η μάλλον χωρίς σοβαρό σχεδιασμό προσπάθεια του Κώστα Καραμανλή να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου βάζοντας τον ρωσικό παράγοντα στην ελληνική εξίσωση θα καταρρεύσει όχι μόνον από τις εξωτερικές αντιδράσεις αλλά και την αποτυχημένη διακυβέρνηση στο εσωτερικό, που επιτάχυνε την διαδικασία της χρεωκοπίας.
Εν γένει, πάντως, οι στρατηγικές επιλογές των κυρίαρχων στρωμάτων της χώρας παρεμπόδισαν μια ρεαλιστική ανάγνωση τόσο του διεθνούς περιβάλλοντος όσο και των εσωτερικών δεδομένων. Το αποτέλεσμα ήταν αρχικώς η ξαφνική κατάρρευση της οικονομίας αλλά και η αδυναμία προσαρμογής στην επιδεινούμενη κατάσταση σε Ευρώπη και ανατολική Μεσόγειο. Καμία σταθερά, που πρόβαλλε για δύο δεκαετίες η κυρίαρχη σκέψη, δεν θα υφίσταται πλέον. Όλα όσα υποστήριζε ήταν λάθος! Η αναπτυγμένη ελληνική οικονομία ήταν μια «φούσκα» παραγεμισμένη με δανεικά. Η αστική μας τάξη πουλούσε, κατά μεγάλο ποσοστό, «αέρα κοπανιστό». Το ευρωπαϊκό όραμα, από την άλλη, έχει διαρραγεί ανεπανόρθωτα. Πέρα από την οικονομική κρίση, σχίσματα βαθιά ανοίγουν συνεχώς. Η ψαλίδα βορρά-νότου διευρύνεται, η «νέα Ευρώπη» επιθυμεί περισσότερο την αμερικανική ηγεμονία, ενώ τα καθεστώτα της αναδίδουν «οσμή» μεσοπολέμου, πολιτικά κινήματα των άκρων αποκτούν τεράστια επιρροή, εκδηλώνονται αποσχιστικές κινήσεις, τα μεταναστευτικά ρεύματα υψώνουν φράχτες ανάμεσα στα κράτη και ο εξτρεμιστικός ισλαμισμός γεμίζει με φόβο τις καρδιές των Ευρωπαίων. Η Βρετανία ψηφίζει την έξοδό της από την Ε.Ε., που ίσως ανοίξει έναν κύκλο αρνητικών εξελίξεων. Ο ευρωπαϊκός χώρος μοιάζει κατακερματισμένος και ανίκανος να εκφραστεί ενιαία.
Αλλά και από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, πού είναι η Τουρκία που θα εξευρωπαϊζόταν και θα έκανε βήματα προσέγγισης με την Ελλάδα –αρκεί κι εμείς βέβαια να αποποιούμασταν τον εθνικισμό που μας κληρονόμησαν ο Κολοκοτρώνης και ο Κοσμάς ο Αιτωλός; Αντ’ αυτής, σήμερα, τη βαριά σκιά του ρίχνει ένα νεο-οθωμανικό καθεστώς, με έναν ημίτρελο ηγέτη, που όμως χαίρει της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας της τουρκικής κοινωνίας. Η απειλή της ανατολής είναι ξανά σε πλήρη ανάπτυξη. Η Άγκυρα στοχεύει στην επέκταση της κυριαρχίας της σε όλη την Κύπρο αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Και δεν φείδεται μέσων για να το πετύχει: στο Αιγαίο, στη Θράκη, στην υποστήριξη των Σκοπίων και της Αλβανίας, στην χρησιμοποίηση των μουσουλμάνων μεταναστών.
Και η Ελλάδα; Μια χώρα αδύναμη, απαξιωμένη, επαίτης για την επιβίωσή της, «μαύρη τρύπα» των Βαλκανίων, στόχος επιβουλών ακόμη και από κράτη απειροελάχιστης ισχύος. Ιδού λοιπόν ποια ήταν η κατάληξη των υπερφίαλων και ανιστόρητων επιλογών των κυρίαρχων κύκλων της εξουσίας, ιδού η εκδίκηση της πραγματικότητας.
Εντούτοις, αυτό το ανεπανάληπτο φιάσκο φαίνεται να μην έχει γίνει μάθημα ούτε στις ελίτ, ούτε στις πολιτικές δυνάμεις, ούτε στην ελληνική κοινωνία. Είναι ακατανόητο στον δημόσιο λόγο, στις αντιπαραθέσεις για το μέλλον της χώρας, να μην έχουν ακόμη χωνευτεί κάπως τα συμπεράσματα της κρίσης.
Να συνεχίζουν, δηλαδή, να πιστεύουν εκατομμύρια συμπολίτες μας ότι κάτι μπορεί να συμβεί και να επιστρέψουμε στα παλαιότερα χρόνια, ή τουλάχιστον ότι δεν θα υπάρξουν άλλες αρνητικές αλλαγές στη ζωή τους.
Να συνεχίζουν αυτοί που ήσαν διαπρύσιοι υπερασπιστές του απόλυτου εξευρωπαϊσμού του Έλληνα ως λύση στο πρόβλημα να πιστεύουν ότι και σήμερα αυτή είναι η οδός της σωτηρίας. Όταν δεν υπάρχει καν αυτή η Ευρώπη που ανάγουν σε πρότυπο. Και βεβαίως, δεν μιλάμε εδώ για την ανάγκη συμμετοχής μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, μιας και η έξοδός μας στις παρούσες συνθήκες θα ήταν η απόλυτη καταστροφή και ο ελληνισμός θα προσφερόταν στο πιάτο στον αδίστακτο Ερντογάν.
Να επιμένουν τόσοι διανοούμενοι και τόσοι πολιτικοί χώροι στην εφαρμογή αξονικών πολιτικών της παγκοσμιοποίησης –στο μεταναστευτικό, στην εκπαίδευση, στις σχέσεις με την Εκκλησία– με σαφή στόχο την απο-εθνοποίηση της χώρας, όταν η διαδικασία αυτή θα σημάνει τη διάλυσή της και όταν παντού αλλού καταγράφεται η αντίστροφη τάση.
Να συνεχίζουν πολιτικοί χώροι, επιχειρηματίες, τοπικοί παράγοντες, να βλέπουν ότι με την Άγκυρα μπορούν να υπάρξουν πεδία συνεννόησης και σύγκλισης, με κάποιες δικές μας ίσως παραχωρήσεις στη Θράκη ή στο Αιγαίο.
Να υποστηρίζουν –ακόμη όχι με θέρμη για το σχέδιο Ανάν– ότι η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία προφανώς βρίθει ελληνικών εθνικιστικών καταλοίπων, συνιστά μια ελπιδοφόρα προοπτική.
Συνεχίζουν, λοιπόν, πολιτικές δυνάμεις, πλείστοι όσοι διανοούμενοι και παράκεντρα εξουσίας να «παίζουν το ίδιο βιολί». Προσπαθούν να αναδείξουν ψευδο-αντιθέσεις τραβώντας τες κυριολεκτικά «από τα μαλλιά». Για παράδειγμα, η εμμονή στον όρο «εθνολαϊκιστές» που αναφέρεται σε μια κυβέρνηση η οποία το μόνο «εθνικό» που έκανε ήταν οι χοροί του Καμμένου με τις φουστανέλες… Αλλά στην ουσία ο βίος και η πολιτεία των κυβερνήσεων Τσίπρα είναι εν πολλοίς η γραμμή που χαράχθηκε τη δεκαετία του 1990, και καθόλου συμπτωματικά πολλοί απ’ αυτούς που την εκτελούν σήμερα έκαναν το ίδιο και επί κυβερνήσεων Σημίτη.
Βέβαια είναι και κάποιοι έχουν αλλάξει σκεπτικό και εκδηλώνουν την αγωνία τους, διαισθανόμενοι το χάος που μας αγγίζει. Αντιλαμβάνονται ότι η Δύση δεν είναι διατεθειμένη ή και δεν μπορεί να μας σώζει αιωνίως, όπως πίστευαν μέχρι και πρόσφατα. Μπορεί ίσως να συνεχίζεται η χρηματοδότησή μας για να μην επέλθει η οικονομική μας κατάρρευση, οι όροι όμως των συμφωνιών είναι αβάστακτοι. Αυτό, όμως, που τους ανησυχεί περισσότερο είναι ότι η ευρωπαϊκή Δύση δεν αποτελεί πλέον το σίγουρο καταφύγιο από την τουρκική επιθετικότητα. Η προσπάθεια του Βερολίνου να δημιουργήσει στρατηγικό άξονα με την Άγκυρα, με θύμα την ελληνική κυριαρχία, αλλά και η προοπτική της μετατροπής όλης της ελληνικής επικράτειας σε hot spot για μουσουλμανικούς πληθυσμούς, δεν απορρίπτονται με ευκολία ως συνωμοσιολογικές θεωρίες. Ο αμερικανικός παράγοντας, στον οποίο έχει εναποθέσει η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων τις τελευταίες του ελπίδες για σωτηρία, έχει διαμηνύσει εγκαίρως ότι ο Τούρκος μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτος.
Στο πρόσφατο παρελθόν, η ευμάρεια και η σχετική σταθερότητα του συστήματος έδινε άνεση στην λανθασμένη επιχειρηματολογία να επιπλέει για καιρό. Σήμερα, όμως, που η πυκνότητα του χρόνου αυξήθηκε κατακόρυφα, το ψεύδος καταρρέει την επόμενη κιόλας στιγμή. Όσες θεωρίες κι αν κατασκευαστούν, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα είναι μόνη της, με οξύτατα προβλήματα και εξωτερικές απειλές που θέτουν εν αμφιβόλω την ίδια την ύπαρξή της.
Έχοντας, βέβαια, κατά νου ότι τα έθνη διαθέτουν εφεδρείες που τους επιτρέπουν να ανορθωθούν ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, πρέπει να διατηρούμε τις ελπίδες μας. Αλλά βασική προϋπόθεση για μια ριζική αναγεννητική αλλαγή κατεύθυνσης είναι πριν απ’ όλα να αποδεχθούμε την πραγματικότητα, τη θέση μας στο ιστορικό γίγνεσθαι, και μόνον μέσω αυτού του πρίσματος να χαράξουμε την πορεία μας για το αύριο.
Πρέπει να πιστέψουμε ότι αξίζει να υπάρχουμε ως ελληνικό έθνος και όχι απλά ως μια κρατική οντότητα χωρίς εθνικό στίγμα. Όχι μόνον γιατί έτσι θα χαθεί ο ελληνισμός και ό,τι αυτός φέρει έως σήμερα, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα, στον παγκόσμιο πολιτισμό, αλλά γιατί σύντομα θα χαθεί και η κρατική οντότητα. Και θα χαθεί όχι αφομοιωμένη από την ανύπαρκτη παγκοσμιοποιημένη κοινότητα, που φαντασιώνονται και προσμένουν οι πολυάριθμοι εν Ελλάδι οπαδοί του «παγκόσμιου χωριού», αλλά από το εσωτερικό χάος και τις αναθεωρητικές δυνάμεις που εργάζονται ήδη γι’ αυτό. Σε εμάς, και στο εμάς συμπεριλαμβάνεται ο κάθε Έλληνας, εναπόκειται αν θα επιτρέψουμε να γραφούν οι τίτλοι του ιστορικού τέλους.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr