Του Δημήτρη Καζάκη
Την 21η Απριλίου 1967 επιβλήθηκε στρατιωτική χούντα. Επρόκειτο για νεοφασιστικό καθεστώς, με βάση το οποίο, τόσο η εγχώρια ιθύνουσα τάξη, αλλά και ο «ξένος παράγων» – πρώτα και κύρια οι ΗΠΑ – επιχείρησαν να αναμορφώσουν εκ βάθρων το μετεμφυλιακό καθεστώς που κατέρρεε. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος χρεώνει την πολιτική ευθύνη για το πραξικόπημα στον «ανένδοτο» που κήρυξε ο Γεώργιος Παπανδρέου μετά ακριβώς από τις εκλογές του 1961. Τι περίφημες εκλογές που έχουν ορθώς καταγραφεί στην ιστορία, ως «βίας και νοθείας» και έφεραν στην κυβέρνηση την ΕΡΕ του Καραμανλή με τελείως πλασματικό 52%.
Έχει δίκιο ο Κανελλόπουλος, αλλά για ριζικά διαφορετικούς λόγους απ’ αυτούς που επικαλείται. Ο «ανένδοτος» τίναξε στον αέρα την κοινοβουλευτική προσωπίδα του μετεμφυλιακού κράτους, το οποίο από κάθε άποψη είχε τα χαρακτηριστικά ενός «διττού κράτους» – όπως το προσδιόριζε ο Ερνστ Φράνκελ το 1941 ερμηνεύοντας το ναζιστικό καθεστώς. Ο Φράνκελ διαπίστωνε ότι το ναζιστικό καθεστώς αποτελείται, στην πραγματικότητα, από δύο διαφορετικά κράτη – το ένα «κανονιστικό» και το άλλο «προνόμιο τη εξουσίας».
Στο πρώτο, η διοικητική και δικαστική γραφειοκρατία λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες. Στο δεύτερο, το Κόμμα, και ειδικότερα η Γκεστάπο, λειτουργούν χωρίς ουσιαστικό νομικό περιορισμό. Το δεύτερο, βέβαια, διέθετε πλήρη δύναμη για να αντικαταστήσει αυθαίρετα το πρώτο σε οποιοδήποτε ζήτημα ή σε όλα.
Τέτοιο «διττό κράτος» ήταν και το κράτος της μετεμφυλιακής περιόδου. Εξωτερικά, επρόκειτο για ένα καθεστώς περιορισμένου κοινοβουλευτισμού υπό βασιλική αιγίδα. Ενώ εσωτερικά λειτουργούσε ένα άλλο κράτος, που συχνά την εποχή εκείνη χαρακτηριζόταν και ως «παρακράτος», όπου κυριαρχούσε η αυθαιρεσία των κατασταλτικών μηχανισμών, φανερών και κρυφών, με δράση συμμοριών και τη διατήρηση ενός περίπλοκου συστήματος εκτοπίσεων, εξοριών, φυλακών για πολιτικούς κρατούμενους και τόπους «ανανήψεως», στο όνομα της «εθνικής ασφαλείας» έναντι του «κομμουνιστικού κινδύνου».
Με τον «ανένδοτο» πού κήρυξε ο Γεώργιος Παπανδρέου, έφερε – χωρίς ο ίδιος να το θέλει – δυο μεγάλες κομβικές αλλαγές: Αφενός, έκανε πρώτο θέμα το δοτό κοινοβουλευτισμό, που υπήρχε ως βιτρίνα προστασίας του αυθαίρετου βαθέως κράτους, ή παρακράτους. Κι αφετέρου, επέτρεψε στις μάζες του λαού να πάρουν την πρωτοβουλία μέσα από πλατύτατες λαϊκές συγκεντρώσεις, όπου κυριαρχούσαν τα αντιμοναρχικά και δημοκρατικά συνθήματα.
Μέσα από τις δυναμικές συγκεντρώσεις του λαού, που προκαλούσε για στενά κομματικά οφέλη ο Γεώργιος Παπανδρέου, γιγαντώθηκε το αίτημα για αληθινή δημοκρατία. Άρχισε να ξεπερνιέται μέσα στον κόσμο η εμφυλιοπολεμική διαίρεση ανάμεσα σε «κομμουνιστοσυμμορίτες» και «εθνικόφρονες». Ο κόσμος της Ένωσης Κέντρου συναντήθηκε και αγκαλιάστηκε με τον κυνηγημένο κόσμο της ΕΔΑ και διαπίστωσαν ότι έχουν ή είναι δυνατόν να έχουν κοινά συνθήματα και κοινά αιτήματα. Μπροστά στην ανάγκη βαθύτατου εκδημοκρατισμού σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, με ξερίζωμα του «παρακράτους», του βασιλικού θεσμού, της ξενοκρατίας και ξενοδουλείας, μαζί και όλων των υπολειμμάτων του εμφυλίου, οι μάζες αντιλαμβάνονταν στην πράξη ότι δεν τους χώριζαν τα κομματικά τείχη.
Δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί έχυναν μαζί το αίμα τους από το «παρακράτος» και τις δυνάμεις ασφαλείας που είχαν αναλάβει να καταστείλουν με κάθε τρόπο τις μαζικότατες διαδηλώσεις για το ξεπούλημα της Κύπρου με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959. Έχυναν μαζί το αίμα τους σε διαδηλώσεις για την ξενοδουλεία της ΕΡΕ, που ενθάρρυνε την ασυδοσία των Τούρκων. Έχυναν μαζί το αίμα τους στους αγώνες για τη δημοκρατία στον «ανένδοτο», το 114 (το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, που όριζε ότι η φύλαξή του επαφιόταν στον πατριωτισμό των Ελλήνων), το 15% για την παιδεία, κοκ.
Τεράστιες μάζες βρέθηκαν σε κίνηση, χωρίς να ανήκουν στενά και μόνο στην αριστερά. Κι αυτή η κίνηση έφερε σε αμηχανία το βαθύ κράτος, το οποίο απάντησε με όλες τις δυνάμεις κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας που διέθετε. Με αποκορύφωμα τη δολοφονία Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη στις 27 Μαΐου 1963. Μια δολοφονία εντελώς συμβολική, μιας και το «παρακράτος» δολοφονούσε στο πρόσωπο του Λαμπράκη, ο οποίος αν και βουλευτής της ΕΔΑ δεν ήταν αριστερός, τη αναδυόμενη ενότητα στους δρόμους των μαζών του κέντρου και της αριστεράς.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν τον αντίχτυπό τους και στο πρώτο κράτος. Σημαντικό μέρος της δικαιοσύνης, αλλά και των ενόπλων δυνάμεων έβλεπαν ότι η πρόσδεσή τους στο κράτος του «προνομίου της εξουσίας», του «παρακράτους», της ξενοδουλείας και της ξενοκρατίας δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Η δικαιοσύνη κάνει τη δική της θεσμική «επανάσταση» με την αποκάλυψη – παρ’ όλες τις πιέσεις και τις απειλές από το πανίσχυρο «παρακράτος» κι εντός της δικαιοσύνης – των παρασκηνίων της δολοφονίας Λαμπράκη.
Στις ένοπλες δυνάμεις είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια έντονη Νασερική τάση, ειδικά ανάμεσα στα μεσαία στελέχη. Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ήταν ένα πολιτικό και στρατιωτικό σκάνδαλο που στήθηκε στα μέσα Μαΐου του 1965 με βαθύτερο σκοπό να στοχοποιήσει ως «συνωμότη» οποιοδήποτε στέλεχος των ενόπλων δυνάμεων αγανακτούσε με το καθεστώς ελέγχου και υποτέλειας του στρατεύματος από το παλάτι και το «παρακράτος» των μυστικών υπηρεσιών και εμφυλιοπολεμικών μυστικών οργανώσεων τύπου ΙΔΕΑ, μέσω των οποίων αλώνιζαν οι Αμερικανοί και οι πράκτορές τους.
Όταν τελικά η Ένωση Κέντρου επικρατούν στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964 με ποσοστό 52,72%, ο Γεώργιος Παπανδρέου ούτε που φανταζόταν τις κοινωνικές δυνάμεις που είχε απελευθερώσει. Φανταζόταν ότι ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού, ενώ στην ουσία ήταν αναγκασμένος να δώσει τη χαριστική βολή στο σύστημα του «διττού κράτους», που υπηρετούσε από την εποχή του εμφυλίου.
Στις μάζες υπήρχε ήδη ένας αέρας «λαϊκού μετώπου», ή αλλιώς ενός νέου ΕΑΜ. Όμως ούτε η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου και πιο συγκεκριμένα ο Γεώργιος Παπανδρέου ήθελε κάτι τέτοιο. Ούτε η ηγεσία του παράνομου τότε ΚΚΕ και της ΕΔΑ ήξερε τι σημαίνει κάτι τέτοιο. Είχε χαθεί από την ηγεσία της ΕΔΑ η κουλτούρα της από τα κάτω οργάνωσης του λαού σε «λαϊκό μέτωπο», ή νέο ΕΑΜ. Ήξερε μόνο να λειτουργεί ως κοινοβουλευτική αριστερά και να προσδοκά μάταια τη συνεργασία με την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου.Το μόνο αντίδοτο σ’ αυτόν τον «κοινοβουλευτικό κρετινισμό», που γνώριζαν οι δυνάμεις της, ήταν το καταφύγιο της κομματικής καθαρότητας, δηλαδή της σέχτας.
Κι έτσι ανάμεσα στον κρατούντα «κοινοβουλευτικό κρετινισμό» της ηγεσίας της ΕΔΑ, αλλά και τον κομματικό σεχταρισμό, συνεθλίβει κάθε ελπίδα δημιουργία ενός νέου ΕΑΜ. Κάτι που θα το πληρώσει πολύ ακριβά ο λαός μας, τόσο στη διάρκεια της χούντας, όσο και στην μεταπολίτευση.
Από την άλλη, η Ελλάδα καθυστερούσε πολύ. Καθυστερούσε να ανοιχτεί στο μεγάλο κεφάλαιο με βάση τους νέους όρους υποτέλειας, που προέβλεπε η συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά και η οποία αποφασίζεται αυθαίρετα από την ΕΡΕ το 1961. Παρά το γεγονός ότι σύσσωμη η αντιπολίτευση, τα εργατικά συνδικάτα, τα εργοδοτικά σωματεία, αλλά και η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος, ήταν ενάντια για τους δικούς τους λόγους ο καθένας.
Το αδιέξοδο αυτό για την ιθύνουσα τάξη της χώρας, αλλά και τον ξένο παράγοντα, έπρεπε πάση θυσία να λυθεί. Ο τρόμος ενός νέου ΕΑΜ, ή «λαϊκού μετώπου», όπως το ονόμαζαν τότε τα κατηχητικά της ασφάλειας, είχε συγκλονίσει τους ιθύνοντες κύκλους εντός και εκτός Ελλάδας.
Άλλοι διαλέγουν να φύγουν όπως-όπως από τη χώρα. Ο Καραμανλής φοβούμενος την πλήρη κατάρρευση του μετεμφυλιακού καθεστώτος, που αναγκαστικά θα τον έφερνε αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη για το σκάνδαλο του Μέρτεν το 1957, όπου η κυβέρνησή του απελευθέρωσε έναν σεσημασμένο εγκληματία πολέμου γιατί απειλούσε να καταδώσει τους εν Ελλάδι συνεργάτες του –ανάμεσά στους οποίους είχε κατονομάσει και τον ίδιο τον Καραμανλή – το σκάνδαλο των οικοπέδων, όπου ο ίδιος ο Καραμανλής εμπλεκόταν σε παράνομες αγορές τεράστιων εκτάσεων παράλιων και τουριστικών, καθώς και το σκάνδαλο των μεγάλων έργων και της ΔΕΗ, όπου ο Καραμανλής και η κυβέρνησή του είχε αποκαλυφθεί ότι είχαν λεηλατήσει το δημόσιο ταμείο, κοκ.
Ο φόβος του εισαγγελέα ήταν που έκανε τον Καραμανλή να φύγει σαν δραπέτης από την Ελλάδα, κι όχι η δήθεν διαφωνία του με τον θρόνο. Δείγμα πανικού, που λίγο ως πολύ είχε τότε καταλάβει τις κορυφές του καθεστώτος.
Άλλοι πάλι όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, με την πολιτική αλαζονεία που τον διακατείχε, πίστευε ότι μπορεί να κατευνάσει το πλήθος, αλλά και να το ελέγξει. Έτσι όταν τον Ιούλιο του 1965 τίθεται θέμα από το παλάτι του ποιος θα έχει πολιτικά τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων, ο Γεώργιος Παπανδρέου παραιτείται και ξεκινά η κάθοδος προς την κόλαση της χούντας.
Η επιβολή της χούντας δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την ανοικτή επικράτηση του δεύτερου κράτους, του κράτους του «προνομίου της εξουσίας», που είχε οικοδομηθεί από την εποχή του εμφυλίου, πάνω στο πρώτο, δηλαδή στο κράτος του κοινοβουλευτικού προσωπείου. Κι έγινε με στόχο πρώτα και κύρια για να διασωθεί το «διττό κράτος», να ανασυνταχθεί και να ξεπλυθεί το πολιτικό προσωπικό προκειμένου να αναδυθεί ολόφρεσκο και ανανεωμένο. Ήταν ένα Reset για την ιθύνουσα τάξη, από κάθε άποψη.
Και το πέτυχε. Μετά από 7 ολόκληρα χρόνια, όπου κυριάρχησε η πιο απόλυτη διαφθορά και ασυδοσία εντός και εκτός, φτιάχτηκαν κυριολεκτικά περιουσίες με το δημόσιο ταμείο. Η χούντα γέννησε όλα τα μεγάλα τζάκια της μεταπολίτευσης. Αυτοί που πρωταγωνιστούν στην οικονομία, την πολιτική και τα ΜΜΕ ακόμη και σήμερα, αντλούν την καταγωγή των περιουσιών τους από την εποχή της χούντας.
Σμιλεύτηκαν νέες πρωτόγνωρες σχέσεις εξαγορά και εξάρτησης, οι οποίες δεν περιορίσθηκαν μόνο ή απλά σ’ όσους ταυτίζονταν με το «κράτος της δεξιάς». Όποιος δεν είχε συνείδηση και ήθελε να πλουτίσει, δεν είχε παρά να δώσει γη και ύδωρ στη χούντα. Και η χούντα ούτε που νοιαζόταν για το αν ήταν κάποτε αριστερός ή δεξιός. Ήταν η πρώτη κοινωνικοποίηση της διαφθοράς σε δεξιά και αριστερά, που έμαθε να την εφαρμόζει αργότερα το ΠΑΣΟΚ σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση και σε πρωτοφανή ένταση.
Οι σχέσεις εξαγοράς και εξάρτησης έγιναν ακόμη πιο στενές και ασφυκτικές για την ελληνική κοινωνία. Το λίκνο της σημερινής χρεοκοπίας, όχι μόνο στο επίπεδο της οικονομίας, αλλά επίσης στο επίπεδο της πολιτικής και του πολιτισμού, βρίσκεται στη δικτατορία.
Η μεταπολίτευση του υπόδικου για πρωτοφανή σκάνδαλα Καραμανλή, αυτοχαρακτηρίστηκε ως «επιστροφή στη δημοκρατία». Έστω κι αν δεν υπήρχε δημοκρατία πριν τη χούντα για να επιστρέψουμε. Στην ουσία με την μεταπολίτευση είχαμε επιστροφή στον κάλπικο περιορισμένο κοινοβουλευτισμό προ της χούντας, ο οποίος μπορούσε να γεννήσει ανά πάσα στιγμή την αναίρεσή του. Όπως άλλωστε ζούμε στις μέρες μας.
Η σχέση αυτή εξαγοράς και εξάρτησης όχι μόνο ανανεώθηκε, αλλά και απέκτησε φαινομενικά ευγενή σκοπό, επί δικτατορίας. Η Γερμανία έπαιξε σε διπλό ταμπλό. Το ίδιο και η Γαλλία. Από τη μια αξιοποίησε τις στενές σχέσεις της με τον παλιό ταγματασφαλίτη και πρωτύτερα εθελοντή του Παπαδόγγονα την εποχή της ναζιστικής κατοχής, δικτάτορα Παπαδόπουλο, ο οποίος διέπρεψε ως στρατοδίκης την εποχή του εμφυλίου στέλνοντας εκατοντάδες πατριώτες στο απόσπασμα. Όσους δεν μπόρεσε να δολοφονήσει ο ίδιος όταν εξορμούσε ως ταγματασφαλίτης, ή γερμανοτσολιάς. Κι έτσι η Γερμανία κατόρθωσε να βάλει για πρώτη φορά την επίσημη Ελλάδα να δανείζεται σε γερμανικά μάρκα για τα «μεγάλα έργα» της χούντας. Με ότι αυτό σήμαινε για την εκτίναξη του εξωτερικού δημόσιου χρέους και τις κομπίνες με εργολάβους σαν την ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ, την Αρχιρόδον, τον Σκαπανέα, κοκ, πού διέπρεψαν επί επταετίας. Κι όχι μόνο.
Την ίδια ακριβώς περίοδο και με αντάλλαγμα τη γνωστή αντιδικτατορική εκπομπή στην Deutsche Welle, το βαθύ κράτος της Γερμανίας με την κάλυψη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, στρατολόγησαν αβέρτα-κουβέρτα αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα, που βρέθηκαν τότε στη Γερμανία. Τις στρατολογίες έκανε ως επί το πλείστον η Γερμανική ομοσπονδιακή μυστική υπηρεσία, Bundesnachrichtendienst, η οποία υπάγεται απευθείας στο γραφείο του Καγκελάριου και η οποία συγκροτήθηκε από πρώην Ες Ες και άλλους χιτλερικούς πράκτορες, που τους διέσωσαν οι Αμερικανοί από τις δίκες των ναζί και το εκτελεστικό απόσπασμα, ή την ισόβια φυλάκιση, για να τους χρησιμοποιήσουν όχι μόνο για την καταστολή κάθε δημοκρατικής ικμάδας ή προσδοκίας του Γερμανικού λαού, αλλά και στον ψυχρό πόλεμο εναντίον του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Η στρατολόγηση γινόταν για «καλό σκοπό», εναντίον της δικτατορίας στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το πρόσχημα. Και τι πρόσχημα! Ικανό να κερδίσει οιονδήποτε με αρκετά χαλαρή συνείδηση, που στην υπηρεσία ξένων συμφερόντων – χωρίς να στιγματίζεται ως δωσίλογος ή προδότης – μπορούσε να κερδίσει χρήματα, προβολή, οφίτσια, ακαδημαϊκούς τίτλους σκοπιμότητας, κοκ. Κι όλα αυτά με πρόσχημα τον αγώνα για τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Υπάρχει κάτι καλύτερο για ένα φιλόδοξο κάθαρμα χωρίς αρχές;
Οι Γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, σε συνεργασία με τους αμερικανικούς και την ελληνική ΚΥΠ, επέλεγαν – όπως ήταν φυσικό – τους πιο επιρρεπείς για εξαγορά ανάμεσα στους συμμετέχοντες του αντιδικτατορικού αγώνα. Εκείνους με τις μεγαλύτερες προσωπικές φιλοδοξίες, τη λαιμαργία για τίτλους, προβολή, οφίτσια και εύκολο χρήμα. Εκείνους που λάτρευαν τη ζωή του bon viveur ως μποέμ διανοούμενοι, ή κυνηγώντας τον ποδόγυρο και τις διατροφές από πλούσιες συζύγους για να ζήσουν χωρίς να εργάζονται. Και μάλιστα με τους σκληρούς όρους ενός gastarbeiter, όπως ήταν καταδικασμένοι να ζουν και να δουλεύουν όσοι βρέθηκαν εκείνη την εποχή στη Γερμανία.
Με τον τρόπο αυτό οι Γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, αλλά και οι Αμερικανοί που βρίσκονταν πίσω τους, κυριολεκτικά άλωσαν το αντιδικτατορικό κίνημα στο έδαφος της Γερμανίας. Κι όχι μόνο.
Τσάκισαν κινήματα σαν το ΠΑΚ, αλλά κατόρθωσαν να διεισδύσουν ακόμη και σε καλά περιφρουρημένους χώρους, όπως ήταν το ΚΚΕ εκείνη την εποχή. Η στρατολόγηση αυτή από τον «ξένο παράγοντα» την εποχή εκείνη – με πρόσχημα τον αγώνα για εναντίον της δικτατορίας στην Ελλάδα – είναι ένας από τους βασικούς λόγους που το αντιδικτατορικό κίνημα στην Ελλάδα στάθηκε τόσο αδύναμο, ανήμπορο και κομματιασμένο την κρίσιμη στιγμή ώστε να επιτρέψει ουσιαστικά τη ομαλή διαδοχή της χούντας με τη στημένη μεταπολίτευση του Καραμανλή, για να μην θιγούν τα «κακώς κείμενα» που γέννησαν την επταετία και την κακοδαιμονία της χώρα. Έτσι επίσης εξηγείται σε μεγάλο βαθμό και η μετέπειτα εξέλιξη όσων επώνυμων «διέπρεψαν» κατά τον αντιδικτατορικό αγώνα από το έδαφος κυρίως της Γερμανίας. Ιδίως όταν βρέθηκαν σε υπουργικές θέσεις στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
Για να καταλάβουμε την έκταση διαπλοκής πολιτικών δυνάμεων της μεταπολίτευσης και μυστικών υπηρεσιών, αρκεί νομίζουμε να αναφέρουμε ότι ο «σύντροφος Α-25» στον οποίο αναφέρεται ο Μίμης Ανδρουλάκης σ’ ένα βιβλίο του – το οποίο, ας μου επιτραπεί να πω, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν και αυτοβιογραφικό του – ως πράκτορα της ΚΥΠ και ανερχόμενο στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, είναι αληθινό γεγονός και γνωστό στα στελέχη του κόμματος της δεκαετίας του 1980. Και ήταν κάθε άλλο παρά μεμονωμένη περίπτωση. Αν και η μεγάλη μάστιγα μέσα στο κομματικό μηχανισμό του ΚΚΕ ήταν οι στρατολογημένοι από την KGB είτε την Στάζι, πού διαγκωνίζονταν προκειμένου να παράσχουν τις καλές υπηρεσίες τους και στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Ο συγκεκριμένος «σύντροφος Α-25» στρατολογήθηκε – όπως ο ίδιος αποκάλυψε – κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στη Γερμανία. Τον συγκεκριμένο «έδωσε» η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ως ένδειξη «καλής θέλησης», ή προειδοποίηση για περεταίρω αποκαλύψεις – δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα – προκειμένου σαν αντάλλαγμα η ηγεσία του ΚΚΕ να χαμηλώσει τους τόνους της και να μην σηκώσει το λάβαρο του ΕΑΜ, την εποχή ακριβώς που ακόμη και στα λόγια το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειπε τα συνθήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, τα οποία συγκλόνιζαν ακόμη το λαό και βοήθησαν το συγκεκριμένο κόμμα να ανέβει στην εξουσία.
Ήταν η νέα εποχή του ΠΑΣΟΚ, που ξεκινούσε με τσάρο της οικονομίας τον Σημίτη – εκ Γερμανίας, αν αυτό σημαίνει κάτι – με άγρια λιτότητα για να πάρει πίσω ότι δίκαια είχε αναγκαστεί να δώσει στους εργαζόμενους το 1982-83, με Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα για να εκμαυλιστεί ο αγρότης, αλλά και με ξέφρενο κρατικό δανεισμό για να εθιστούν πλατιά στρώματα του λαού στην αρπαχτή, την κομπίνα και το βόλεμα με το δημόσιο.
Κατά την προσωπική μου άποψη, ήθελαν επίσης να αποσπάσουν την προσοχή του ΚΚΕ της εποχής από άλλα ανερχόμενα στελέχη, διπλούς και τριπλούς πράκτορες, που έπαιζαν σ’ όλα τα ταμπλό, μαζί και σ’ αυτό της KGB. Και οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι τα κατάφεραν πολύ πιο εύκολα απ’ ότι και οι ίδιοι περίμεναν. Βλέπετε ήταν η εποχή της περεστρόικα και οι διπλοί πράκτορες μέσα στις γραμμές των πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας και του ΚΚΕ, εκείνοι δηλαδή που δούλευαν για τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες και τις ανατολικές (KGB, Στάζι, κοκ), ήταν στα φόρτε τους. Αργότερα τους είδαμε να αναδεικνύονται τόσο ως ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και του ενιαίου πάλαι ποτέ Συνασπισμού, ως πρωτοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, κυρίως επί εποχής Σημίτη, αλλά και σημερινοί υπουργοί, υφυπουργοί, γραμματείς και φαρισαίοι.
Ποτέ ξανά το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν ήταν τόσο πολύ δεμένο και εξαρτώμενο από τον «ξένο παράγοντα» και τις υπηρεσίες του, όσο κατά τη διάρκεια της χούντας και της μεταπολίτευσης. Μέχρι τότε η προδοσία, ο δοσιλογισμός, η εξάρτηση από τις μυστικές υπηρεσίες του «ξένου παράγοντα» ήταν προνομιακό πεδίο του «κράτους της δεξιάς» και του οικείου παρακράτους. Ο πατριωτισμός όσων είχαν χύσει το αίμα τους για τούτο τον τόπο και το λαό του, δεν τους επέτρεπε τέτοιου είδους σχέσεις. Κι όντως έτσι ήταν.
Με την χούντα και κυρίως την μεταπολίτευση όλα άλλαξαν. Στο όνομα του αντιδικτατορικού αγώνα, πήγαν περίπατο όλες οι αναστολές για τις διασυνδέσεις με τον «ξένο παράγοντα» που μέχρι τότε χαρακτήριζαν το «κράτος της δεξιάς». Το δόγμα ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αλλά και τα ιδεολογικά σοφίσματα ήταν αρκετά για να οδηγήσουν τον πατριωτισμό της εθνικής αντίστασης και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στα αζήτητα. Ο σοσιαλισμός της σοσιαλδημοκρατίας, του ευρωκομουνισμού, αλλά και του υπαρκτού σοσιαλισμού της εποχής, ήταν υπεραρκετός για να δικαιολογήσει την ηθική κατάπτωση, αλλά και την υιοθέτηση από τους κομματικούς σχηματισμούς της «δημοκρατικής παράταξης», αλλά και της αριστεράς, του ήθους και των πρακτικών του «κράτους της δεξιάς». Εκείνων δηλαδή που με τη βία της κατοχής, του εμφύλιου σπαραγμού και της χούντας ήθελαν την Ελλάδα να παραμένει κυριολεκτικά κτήμα της Δύσης.
Η διάβρωση από τις μυστικές υπηρεσίες και το βαθύ κράτος εντός και εκτός Ελλάδας, αγκάλιασαν όλες τις επίσημες πολιτικές παρατάξεις της μεταπολίτευσης. Της δεξιάς, αλλά και της αριστεράς. Ο λαϊκός δημοκρατικός πατριωτισμός του Ρήγα, που μεστά περιγράφεται στην στροφή του Θούριου «κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθεί ή να κρεμάσει φούντα, για ξένον στο σπαθί» και συγκλόνιζε έως τότε τις γενιές της εθνικής αντίστασης, μετατράπηκε σε μαγική εικόνα από τις ηγεσίες των λεγόμενων αντιδεξιών κομμάτων. Ναι, βεβαίως να μην κρεμάσει κανείς φούντα για ξένον στο σπαθί, εκτός κι αν αυτό θεωρεί ότι βοηθά την πατρίδα, το λαό, ή την εργατική τάξη. Και κυρίως το σοσιαλισμό, που οι ηγεσίες είχαν αναδείξει, στη δική τους φυσικά εκδοχή, σε αξία ανώτερη της πατρίδας και της αφοσίωσης στη δημοκρατία για το λαό.
Κι έτσι εκτός από το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν», το οποίο αποτέλεσε το λάβαρο του παλιού δωσιλογισμού, των δοσίλογων της ναζιστικής κατοχής, που βρήκαν καταφύγιο στα κόμματα της δεξιάς, στη χούντα και μετά στη μεταπολίτευση τέθηκαν οι βάσεις για ένα νέο είδος δωσιλογισμού. Το δωσιλογισμό στο όνομα του σοσιαλισμού και του κόμματος.
Οι κομματικές ηγεσίες – από το ΠΑΣΟΚ μέχρι την αριστερά – μπόρεσαν να αντικαταστήσουν τον αγνό πατριωτισμό του αγωνιστή της εποχής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με τον κομματικό πατριωτισμό. Την άδολη αγάπη για την πατρίδα και το λαό μας, πού γέννησε το έπος της εθνικής αντίστασης, με το δόγμα του σοσιαλισμού. Ένα δόγμα που στην καλύτερη περίπτωση είναι το ίδιο με την προσμονή μιας «άλλης ζωής», όπως την φαντασιώνεται κάθε λογής θρησκόληπτος. Ικανή να ευλογήσει την παραίτηση, τη συνθηκολόγηση, την ανοχή, ή και την ενεργή συμμετοχή σε κάθε λογής ατιμία, παλιανθρωπιά και έγκλημα.
Αρκεί να γίνεται στο όνομα και για το καλό της ορθής πίστης. Bonum Fidei, όπως την ονόμαζαν οι Ιησουίτες, οι οποίοι αποτέλεσαν το αρχέτυπο για όλα τα μαχόμενα κόμματα στη θεολογική και πολιτική παράδοση της δυτικής Ευρώπης. Και επιτέλους ο «ξένος παράγοντας» κατόρθωσε για πρώτη φορά μετά την βαυαροκρατία να επιβάλει την κουλτούρα του Ιησουιτισμού και στα κόμματα της «δημοκρατικής παράταξης», τα οποία είχαν γεννηθεί μέσα από τη θύελλα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Έτσι, ότι εξυπηρετούσε το δόγμα και το κόμμα, ήταν πλέον επιτρεπτό. Ακόμη και η στρατολογία από τις μυστικές υπηρεσίες, ή το βαθύ κράτος εντός και εκτός Ελλάδας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να ξαφνιάζεστε, ή να σας φαίνονται απίστευτες οι οβιδιακές μεταμορφώσεις της αριστεράς όλων των αποχρώσεων σήμερα.
Όπως επίσης και η πολιτική θρησκοληψία του σημερινού ΚΚΕ. Δεν οφείλεται σε ιδεολογικούς λόγους, ούτε έχει ιδεολογικά κίνητρα. Όσο κι αν κάτι τέτοιο αρέσκονται να πιστεύουν οι αφελείς. Έχει πρωτίστως υλικά κίνητρα και συμφέροντα, μιας και η διάβρωση δια του χρήματος και του βαθέως κράτους έχει φτάσει μέχρι το μεδούλι όλων αυτών των σχηματισμών και των ηγεσιών τους. Προτιμούν να χαθεί η χώρα, να πεθάνει ο λαός στο σύνολό του, παρά να φανερωθούν οι ύποπτες διαπλοκές και οι σκελετοί που κρύβουν επιμελώς και με τη βοήθεια του επίσημου κράτους επί δεκαετίες, στους κομματικούς φωριαμούς τους.
Και πώς μπορούν να φανερωθούν, δηλαδή να βγουν τα άπλυτά τους στη φόρα; Μόνο με την ανατροπή του καθεστώτος κατοχής από τον ίδιο το λαό και τη θεμελίωση μιας αληθινής δημοκρατίας για τους όλους Έλληνες πολίτες. Μπορεί λοιπόν να μην είναι όλοι τους ταγμένοι εχθροί μιας τέτοιας άμεσης προοπτικής; Είναι δυνατόν να μην είναι οι πιο αισχροί υποστηρικτές του τίποτε άλλο δεν γίνεται; Άλλοι στο όνομα της Ενωμένης Ευρώπης κι άλλοι στο όνομα ενός μελλοντικού σοσιαλισμού, όπου ως δια μαγείας το Κόμμα θα λύσει όλα τα προβλήματα που κάνουν δυστυχισμένη την ανθρωπότητα.
Να γιατί τους είναι παντελώς αδύνατο να δουν το οφθαλμοφανές. Ακόμη και σήμερα 7 χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο. Να δουν δηλαδή ότι η χώρα μας βρίσκεται υπό κατοχή. Κι επομένως πρέπει να κινηθούμε, όσοι αγαπάμε αυτή την πατρίδα, με όρους πατριωτισμού αντάξιου του κινήματος της εθνικής αντίστασης την εποχή της ναζιστικής κατοχής. Με την ίδια παλλαϊκή και εθνική ενότητα σε βάθος και πλάτος. Πάνω από κομματικούς πατριωτισμούς και δόγματα κάθε λογής και είδους.
Ανάρτηση από: http://epam-fthiotidas.net