Του Διονύση Ελευθεράτου
Οι γεωγραφικές αποστάσεις συρρικνώνονται ή και εκμηδενίζονται στην εποχή μας κι όχι μόνον επειδή επενεργούν οι μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογίας. Ένας επιπρόσθετος λόγος είναι η καθεστωτική …αρλουμπολογία. Παράδειγμα: Διαπιστώνεις ότι ισοδυναμεί με παραμονή σε οικονομική-κοινωνική κινούμενη άμμο ο εγκλωβισμός μας στον «ζουρλομανδύα» της Ευρωζώνης; Ε, μοιραία φέρνεις τη χώρα σε απόσταση «μισού τσιγάρου» από τη Β. Κορέα, ή τη Βενεζουέλα ή και αμφότερες. Λες και αυτές εγκατέλειψαν κάποια νομισματική ένωση, στην οποία μέχρι πρότινος ανήκαν…
Τα κενά αέρος ευνοούν τις αναταράξεις των αεροσκαφών. Τα κενά λογικής εντείνουν τις αναπαραγωγές των αερολογιών. Και κάπως έτσι, φούσκα τη φούσκα, μπούρδα τη μπούρδα, ασυναρτησία την ασυναρτησία, «χτίζονται» οι επιθυμητές «αερογέφυρες». Όπου και όπως κάθε φορά «βολεύει».
Αν, όμως, η καθεστωτική κινδυνολογία απαιτεί εικονικό γεφύρωμα πραγματικών αποστάσεων, η «ηθικολογία» των διεθνών σχέσεων και των γεωπολιτικών διελκυστίνδων κατορθώνει το -περίπου- αντίθετο. Αλλά όχι στο χώρο. Στο χρόνο: Σου δίνει την εντύπωση η εν λόγω «ηθικολογία» πως βλέπει τα χρονικά διαστήματα τόσο μεγάλα, ώστε τη διέπει η σιγουριά ότι έχουν πια ξεχαστεί, όσα θα τη συνέφερε να έχουν όντως παραδοθεί στη συλλογική λήθη.
Πόσος καιρός είχε παρέλθει από τον απαγχονισμό του Σαντάμ Χουσεΐν, όταν, λόγω των απειλών του Ερντογάν έπειτα από το πραξικόπημα στην Τουρκία, «θυμήθηκε» σύμπασα η λεγόμενη διεθνής κοινότητα πως η θανατική ποινή είναι ασύμβατη προς τα ήθη του σύγχρονου «πολιτισμένου κόσμου»; Είναι άραγε ικανή η παρέλευση 9,5 ετών να παραχώσει στη λήθη τη θέση καθενός για την εκτέλεση εκείνη, άρα να κρύψει την υποκρισία;
Ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, είχε δηλώσει τότε, στο τέλος του 2006, πως ήταν αναφαίρετο δικαίωμα του Ιράκ να θανατώσει τον Σαντάμ -λες και «το Ιράκ» έκανε κουμάντο, τότε. Εξέφρασε μάλιστα την ελπίδα πως ο υπόλοιπος κόσμος θα έδειχνε τη δέουσα κατανόηση! Κι εκείνος βεβαίως εν πολλοίς την έδειξε. Διότι το «πρόσημο» της θανατικής ποινής είναι σαν τον χαμαιλέοντα. Κάθε φορά καθορίζεται από «το κριτήριο της αρεστότητας», για να θυμηθούμε τα ιδιότυπα ελληνικά του Κ. Σημίτη. Πες μας ποιο είναι το κράτος-δήμιος ή το καθεστώς-δήμιος και θα σου πούμε τι πιστεύουμε για τη θανατική ποινή. Απλά πράγματα.
Εξυπακούεται ότι τα διπλά μέτρα και σταθμά δεν περιορίζονται μόνο σε περιπτώσεις που άπτονται της πολιτικής και των γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Ισχύουν και στις εκτελέσεις καταδικασμένων για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Για τέτοιες θανατώσεις, στο Ιράν, την Ινδονησία ή τις Φιλιππίνες αρθρώθηκαν διεθνώς φωνές διαμαρτυρίας, ενίοτε «υψηλόβαθμες» (πχ ο Μπαν Κι Μουν έπειτα από εκτελέσεις στις Φιλιππίνες). Και πολύ καλά έκαναν. Σχεδόν καθολική είναι όμως η απάθεια, που περιβάλλει τις εκτελέσεις στις ΗΠΑ ή (όποτε γίνονται) στην Ιαπωνία.
Εφ’ όσον λοιπόν τις «καλές» εκτελέσεις και τις «απαράδεκτες» εκτελέσεις (τελεσθείσες ή επαπειλούμενες, όπως στην Τουρκία του Ερντογάν) μπορεί να τις χωρίζουν λίγοι μήνες ή έστω λίγα χρόνια, σκεφθείτε πόσο άνετα νιώθουν οι χαμαιλέοντες της «ηθικής» όταν παρέρχονται δεκαετίες από κάποια «κρίσιμα» γεγονότα. Όπως, ας πούμε, χρήσεις των φρικτών χημικών όπλων.
Οι ΗΠΑ του Τραμπ επιτέθηκαν στη Συρία με πυραύλους, εκλαμβάνοντας ως αυταπόδεικτη την ενοχή του καθεστώτος Άσαντ για την αεροπορική επίθεση με χημικά, που διαπράχθηκε στο Ιντλίμπ. Η Ουάσιγκτον μόνη της «δίκασε», «απεφάνθη», επιτέθηκε. Διότι το γεωπολιτικό συμφέρον επιβάλλει τα -καουμπόικης λογικής- «ξεκαθαρίσματα», αλλά αυτά χρειάζονται και κάποια προμετωπίδα: Ω, ναι, η «μεγάλη χώρα της ελευθερίας» δεν αντέχει στην ιδέα της χρήσης χημικών όπλων. Η ανοχή ή και σιωπηρή συγκατάθεσή της ανέκαθεν έφθανε μέχρι τα απαγορευμένα φονικά όπλα που αποδεδειγμένα χρησιμοποιεί ο ισραηλινός στρατός, στη Λωρίδα της Γάζας. Αλλά και χημικά; Ε, όχι, δεν το χωράει ο νους και η καρδιά της Αμερικής του Τραμπ…
Μια χαρά, όμως, το είχε αντέξει το 1988 η Αμερική του Ρίγκαν, του από πολλούς θεωρούμενου και ως ιδεολογικού «προγόνου» του Τραμπ. Ήταν τότε, 16 Μαρτίου, που η ιρακινή αεροπορία βομβάρδισε με κυάνιο και «αέριο της μουστάρδας» την πόλη Χαλαμπζά, στο Ιράκ, στα σύνορα με το Ιράν, εξολοθρεύοντας περισσότερους από 5.000 ανθρώπους και προκαλώντας μόνιμη καταστροφή στην περιοχή. Τα θύματα ήταν άμαχοι, στη συντριπτική πλειονότητά τους. Γέροι, γυναίκες και παιδιά.
Την εποχή εκείνη μαινόταν ο πόλεμος ανάμεσα στο Ιράν και το Ιράκ. Η ιρανική Επαναστατική Φρουρά είχε μόλις καταλάβει τη Χαλαμπζά, της οποίας ο κουρδικός πληθυσμός υποδέχθηκε τους Ιρανούς περίπου ως απελευθερωτές. Το καθεστώς της Βαγδάτης αντέδρασε με τα χημικά. Η Δύση πώς αντέδρασε; Ευθυγραμμίστηκε με τις ΗΠΑ, που τότε στήριζαν με όλα τα μέσα το Ιράκ. Τον Μάιο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε ψήφισμα που καταδίκαζε γενικώς τη χρήση χημικών, δίχως να επιρρίπτει ευθύνες στο καθεστώς της Βαγδάτης και φυσικά χωρίς να επιβάλλει κυρώσεις εναντίον του Ιράκ. Στις αρχές Ιουλίου του έτους εκείνου η ιρακινή κυβέρνηση παραδέχθηκε για πρώτη φορά ότι έκανε χρήση χημικών, δια στόματος του αντιπροέδρου, Ταρέκ Αζίζ. Κατήγγειλε όμως την Τεχεράνη ότι αυτή είχε «κάνει την αρχή».
Αυτά λοιπόν συνέβαιναν τότε που ο Σαντάμ ήταν χρήσιμος σύμμαχος των ΗΠΑ. Το 1988 η Ουάσιγκτον δήλωνε «αβέβαιη» για τους ενόχους της χημικής επίθεσης στη Χαλαμπζά, μολονότι οι ενδείξεις ήταν σαφείς και το κίνητρο καθαρό: Ο πόλεμος συνεχιζόταν, δεν είχε κριθεί. Και στην πόλη βρίσκονταν αμφότεροι οι άσπονδοι εχθροί της Βαγδάτης, Ιρανοί και Κούρδοι. Αντιθέτως, εν έτει 2017 η Ουάσιγκτον ουδόλως αμφιβάλλει για τους αυτουργούς του εγκλήματος στο Ιντλίμπ, μολονότι όλοι αντιλαμβάνονται πως ο Άσαντ δεν θα είχε λόγους να μπει στη δίνη του πολιτικού κυκλώνα, αφ’ ης στιγμής η έκβαση του πολέμου είχε ήδη κριθεί υπέρ του. Στοιχείο που, όσο κι αν δεν επαρκεί για τον κηρύξει αυτομάτως αθώο, ασφαλώς καθιστά προβληματική κάθε αβασάνιστη «ετυμηγορία» εκ μέρους των αυτόκλητων «τιμωρών».
Το 1988 οι ΗΠΑ «δεν ήταν βέβαιες» για το ποιος είχε χρησιμοποιήσει τα πραγματικά όπλα μαζικής καταστροφής. Το 2003 τα κατά (δική της) φαντασία, τα ανύπαρκτα όπλα μαζικής καταστροφής, αυτά που υποτίθεται πως διατηρούσε ο Σαντάμ, έγιναν ο τυπικός -και ελάχιστα πειστικός, από τότε- λόγος για την επιδρομή και κατοχή του Ιράκ. Ένα εκατομμύριο και πλέον νεκροί, ανείπωτη καταστροφή υποδομών, αναρίθμητοι πρόσφυγες, οδύνη, δυστυχία, «πρώτη ύλη» για την γέννηση του Ισλαμικού Κράτους: Όλα αυτά, υποτίθεται, για τα όπλα που ποτέ δεν βρέθηκαν.
Κι ο Σαντάμ εκτελέστηκε γρήγορα-γρήγορα, συν τοις άλλοις για να μην προχωρήσει πέραν του …επιτρεπτού σημείου εκείνη η παρωδία δίκης. Η Χαλαμπζά βρισκόταν -αναγκαστικά- στο κατηγορητήριο, αλλά το τελευταίο που θα ήθελε η Ουάσινγκτον ήταν να ξυπνήσουν μνήμες και να αναδειχθούν τα «ποιος», «γιατί», «με ποιών τη στήριξη», κλπ. Μια γρήγορα κρεμάλα, τα θάβει όλα τ’ άλλα…
ΥΓ: Εκτός από τον φαρισαϊσμό, φαίνεται πως στερείται ορίων και η ξεφτίλα, η κατάπτωση. Τι άλλο να πει κανείς για τους «επτά ηγέτες του ευρωπαϊκού Νότου» που επιδοκίμασαν την επίθεση του Τραμπ;
Ανάρτηση από: http://prin.gr