Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Αναζητώντας την έξοδο από το τούνελ

Του Γεράσιμου Δεληβοριά

«Ένα μόνο έχω να συμβουλεύσω στους νεότερους: να πειθαρχούν στην πίστη τους, αφού προηγουμένως την ανακαλύψουν». Γιάννης Τσαρούχης
 
Όταν έχεις χάσει το δρόμο σου, η μόνη λογική πράξη είναι να ξαναγυρίσεις στην αρχή της διαδρομής και να προσπαθήσεις να τον ξαναβρείς, βάζοντας καινούργια σημάδια, διορθώνοντας τα λάθη και την μέχρι τότε πορεία σου.
 Το 2011 φάνηκε πως κάτι θα άλλαζε στη χώρα. Άνθρωποι που μέχρι τότε δεν είχαν διαμαρτυρηθεί ποτέ στη ζωή τους, βρέθηκαν στους δρόμους και το κομματοκρατικό πολιτικό σύστημα άρχισε να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Ήταν  «η είσοδος στο πολιτικό προσκήνιο του κοινωνικού πλήθους», σύμφωνα με τον Γ.Οικονόμου (1) που έβαλε σε κίνηση αυτή την διαδικασία.
 Από τότε ξεκίνησε μια αγωνιώδης προσπάθεια ανασυγκρότησης του πολιτικού κομματικού συστήματος, κάτι που φαίνεται να έχει επιτευχθεί, αλλά όχι όπως θα το ήθελαν οι ινστρούχτορες της ελληνικής ολιγαρχίας.

 Για να μπορέσει όμως να γίνει μια σωστή αποτίμηση και κυρίως, για να μπορέσουμε να ξαναβρούμε το μονοπάτι της ελπίδας που φάνηκε να ανοίγεται πριν από έξη χρόνια, θα πρέπει να κοιτάξουμε και την εδώ μεριά, τη μεριά της κοινωνίας και των πολιτικών δυνάμεων που δραστηριοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο.
 Οι μεγάλες κινητοποιήσεις του 2011 οργανώθηκαν από τους συνδικαλιστές, που εδώ και πάρα πολλά χρόνια αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του συστήματος εξουσίας της χώρας μας. Και σαν κύριο στόχο τους είχαν τη διατήρηση μιας επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας, που είχε πραγματοποιηθεί με έναν ασύστολο δανεισμό τις προηγούμενες δεκαετίες, μέχρι και τρία χρόνια πριν από το 2011.
 Η κοινωνική αυτή ευμάρεια, ήταν πάντοτε διαστρωματωμένη. Επομένως, η διατήρηση της αφορούσε πρωτίστως τα πιο προνομιούχα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και καθόλου ή ελάχιστα τα κατώτερα στρώματα της.
 Βεβαίως, υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια για τους πολιτικούς,  που εκφραζόταν και με χαρακτηριστικές χειρονομίες και βρισιές προς την κατεύθυνση της Βουλής. Όμως κι αυτή η δυσαρέσκεια είχε σαν αιτία της την αποτυχία των πολιτικών και του πολιτικού συστήματος να διατηρήσουν ή να επαναφέρουν τις χρυσές μέρες, τότε που «λεφτά υπήρχαν» για να καλύπτουν τις ανάγκες του πελατειακού συστήματος.
 Έπειτα, οι περίφημες «συνελεύσεις των πλατειών» ήταν εξ αρχής στημένα σκηνικά από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ και μερικών ακόμη που προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν μια «καρέκλα» στο πάνελ της δημοσιότητας και της διανομής ρόλων στο καινούργιο πολιτικό σκηνικό.
 Η επιλογή του χώρου (πλατεία Συντάγματος) για τις συνελεύσεις, εκτός από πιθηκιστική αντιγραφή των ισπανικών κινητοποιήσεων, περιόριζε τα όρια της δημόσιας συμμετοχής και κυρίως, το νόημα και τον στόχο των ελληνικών κινητοποιήσεων, τοποθετώντας στη θέση του τη Βουλή και μάλιστα όχι την αντικατάσταση της από ένα όργανο που θα υπηρετούσε καλύτερα το κοινό συμφέρον, αλλά την αλλαγή της κομματικής σύνθεσης της. Ποτέ φυσικά δεν έγινε προσπάθεια απλώματος των συνελεύσεων σε συνοικίες και άλλες πόλεις, άλλωστε αυτό  δεν ήταν ποτέ μα ποτέ, επιδίωξη των διοργανωτών τους.
 Τέλος, αρκετές από τις  πολιτικές δυνάμεις που δραστηριοποιήθηκαν αυτή την περίοδο, εφάρμοσαν τη λογική του τζογαδόρου, προσπαθώντας με «κόλπα» και «μπλόφες» να αποκτήσουν οπαδούς. Εμφανίστηκαν λοιπόν μια σειρά από απίθανες οργανώσεις και συσπειρώσεις, που φυσικά εξαφανίστηκαν αμέσως μετά την λήξη των κινητοποιήσεων.
 Άλλοι, προτίμησαν την τακτική της συντήρησης μέσω διαλέξεων, μια πρακτική που απευθύνεται σε ήδη ή εν δυνάμει οπαδούς κι όχι στο πλήθος, την κοινωνία.
 Έτσι, το πλήθος που κατάφερε να ανέβει τα σκαλιά του πολιτικού σκηνικού στάθηκε άφωνο, αμήχανο και παραζαλισμένο πάνω στο πάλκο, αφού ο λόγος είχε ήδη οικειοποιηθεί από τους καινούργιους αυτόκλητους εκφραστές του.
 Έλειψε δηλαδή το κύριο χαρακτηριστικό κάθε μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αναστάτωσης και αλλαγής, ο λόγος του ίδιου του πλήθους, που συνειδητοποιεί και εξυψώνει τις άβουλες μάζες σε συσπειρώσεις υπεύθυνων πολιτών. Αυτός ο λόγος, που ο Κεν Λόουτς απέδωσε αλληγορικά στο Τραγούδι της Κάρλα. Ένα τραγούδι που όταν ξεκινήσει δεν σταματά, και σε κάθε στροφή γίνεται πιο πλούσιο σε ήχους, λόγια και χρώματα.
 Η αμηχανία της κοινωνίας δεν κράτησε πολύ καιρό. Όταν άρχισαν οι βανδαλισμοί με τις πυρκαγιές και τους νεκρούς, άρχισε και η άτακτη υποχώρηση του πλήθους, που βρήκε καταφύγιο στα γνώριμα μαντριά της κομματοκρατίας.
 Το νήμα πρέπει να ξαναπιαστεί εκεί που έσπασε. Το να μπορέσει η κοινωνία να αρθρώσει επιτέλους τον δικό της αυτόνομο λόγο, να αυτοοργανωθεί και να αυτοδιοικηθεί με την δημοκρατία, εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο, το χαμένο μονοπάτι.
 Όμως, καμιά κοινωνία δεν μπορεί να εκφραστεί, αν δεν υπάρξει μια αρχή, μια πρόταση που να την συσπειρώνει και να την κινητοποιεί. Κι εδώ ακριβώς υπάρχει το πρόβλημα.
 Παράλληλα με τη αμηχανία της κοινωνίας, είχαμε και έχουμε συνεχώς την αμηχανία του συνόλου του εξωκοινοβουλευτικού πολιτικού χώρου. Παρά τις συνεχείς ιδρύσεις κομμάτων, οργανώσεων, συσπειρώσεων και κινήσεων πολιτών, που στα καταστατικά και τις διακηρύξεις τους εναντιώνονται στο σημερινό πολιτικό σύστημα και ζητούν την αλλαγή του, εκείνο που κυριαρχεί είναι η πολιτική αδράνεια, τόσο στον λόγο, όσο και στην πράξη.
 Την αμηχανία αυτή έρχεται να εκφράσει θεωρητικά ο Ρούντι Ρινάλντι με το άρθρο του «Σκέψεις για τη λαϊκή αμφισβήτηση και διαθεσιμότητα σήμερα» (2), παραθέτοντας μια σειρά από δημοσκοπήσεις. Το τελικό του συμπέρασμα είναι, πως «πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη γλώσσα  επικοινωνίας και επαφής» ώστε «να εκφραστεί σωστά και καθαρά η λαϊκή δυσαρέσκεια». «Χρειάζεται τρόπος», καταλήγει φιλοσοφικά.
 Υπάρχουν όμως μερικά σημεία σ’ αυτές τις δημοσκοπήσεις, που πρέπει να μας απασχολήσουν ιδιαίτερα, καθώς από μόνα τους είναι αντιφατικά.
Ενώ λοιπόν, το 72% των ερωτηθέντων δεν εγκρίνει την αποχή από τις εκλογές, η ίδια η αποχή ανεβαίνει σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, φτάνοντας στο ποσοστό ρεκόρ του 43% τον Σεπτέμβρη του 2015.
 Το ίδιο συμβαίνει και με την πολιτική και τους πολιτικούς. Ενώ το σύνολο της απογοήτευσης (24%), της αηδίας (19%) της οργής (14%) της δυσπιστίας (11%) και της αδιαφορίας (10%) φτάνουν το 78% των ερωτηθέντων, το κομματοκρατικό σύστημα εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο.
 Υπάρχει ακόμη ένα ενδιαφέρον στοιχείο στις παραπάνω δημοσκοπήσεις, που δυστυχώς δεν επισημάνθηκε από τον επικεφαλής της ΚΟΕ. Ένα ποσοστό 5% των ερωτηθέντων εκδηλώνει επιθυμία συμμετοχής στην πολιτική, ενώ ένα ακόμη 11% βρίσκει ενδιαφέρον σ΄ αυτήν.
 Κατά (περίεργη άραγε;) σύμπτωση, αυτό ακριβώς το ποσοστό (γύρω στο 15% του συνολικού ενήλικου πληθυσμού), απαρτίζει το βαθύ κράτος, τις κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες που συσπειρώνονται και στηρίζουν το κοινωνικό και πολιτικό μας σύστημα. Μια κατηγορία μάλιστα απ’ αυτούς, το στελεχικό δυναμικό των κομμάτων, είναι οι  πραιτωριανοί του συστήματος.
 Αυτό το ποσοστό, το 15%, καθοδηγεί την υπόλοιπη κοινωνία διαμορφώνοντας τις εξελίξεις, ενώ  το υπόλοιπο 85%, η συντριπτικής της πλειοψηφία δηλαδή, μάλλον παρακολουθεί αδιάφορη τα κομματικά παιχνίδια, αφού η προσοχή της είναι ολοκληρωτικά δοσμένη στην ατομική επιβίωση.
 Ο «τρόπος» που αναζητά ο Ρινάλντι, θα πρέπει να είναι το κομβικό σημείο των αντιφάσεων της ελληνικής πραγματικότητας, αυτής της πραγματικότητας που γεννά διαρκώς πτωχεύσεις και μνημόνια. Πτωχεύσεις και μνημόνια που ωφελούν μια μικρή μειοψηφία και καταδικάζουν την μεγάλη πλειοψηφία του λαού στην απόγνωση.
 Αυτό το σημείο, ο κόμβος, δεν είναι άλλος από την διαφθορά. Η διαφθορά είναι ο τρόπος ζωής και ύπαρξης της ελληνικής ολιγαρχίας, η ανάσα της και η τροφή της, ο τρόπος που αναπαράγεται και ανανεώνει την ύπαρξη της.
 Η οποιαδήποτε λοιπόν αμφισβήτηση, θα πρέπει να κατευθύνεται στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Και πρώτος στόχος φυσικά, θα πρέπει να είναι η κάθαρση του πολιτικού συστήματος.
 Μέχρι τώρα, οι υπουργοί όλων των κυβερνήσεων έκαναν ότι μπορούσαν για να συγκαλύψουν τη διαφθορά των ίδιων και των «συναδέλφων» τους, των συγγενών και φίλων, αλλά και των «επιχειρηματιών», των τραπεζιτών και όλων των άλλων που τα ονόματα τους βρίσκονταν στις περίφημες λίστες.
 Ο λόγος είναι απλός. Η διαφθορά είναι για την ολιγαρχία και το πολιτικό μας σύστημα, η πηγή της δύναμης τους, αλλά ταυτόχρονα είναι και το αδύνατο σημείο τους.
 Ένα κίνημα εναντίον της διαφθοράς μπορεί να συνεγείρει και να συσπειρώσει το 85% της κοινωνίας, απομονώνοντας ταυτόχρονα και αδυνατίζοντας τα στηρίγματα του διεφθαρμένου συστήματος, καθώς είναι πολλοί και μέσα στις τάξεις του 15% που επιθυμούν την κάθαρση και την εγκαθίδρυση ενός κράτους Δικαίου.
 Ο «τρόπος», δείχνει και τον δρόμο. Η ενότητα χωρίς προϋποθέσεις και μιροϋπολογισμούς και η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων με μοναδικό σύνθημα, στόχο και απαίτηση:
 Κάθαρση τώρα!
 
(1)            Γ. Οικονόμου, «Η αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος» εκδόσεις «Εξάρχεια».
(2)            Δρόμος της Αριστεράς 21,03,17