Του Γιώργου Καραμπελιά
Αν αυτή η κυβέρνηση των ανικάνων και των ενδοτικών διακρίνεται σε κάτι, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από τους αντιπάλους της, είναι στην τεράστια ικανότητα που έχει για πολιτικές συνωμοσίες και ίντριγκες, με μοναδικό στόχο τη διαιώνιση της παραμονής στην εξουσία.
Αυτή τους η ικανότητα διεφάνη από παλιά, όταν κατόρθωσαν να στρέψουν το κίνημα των Αγανακτισμένων χρησιμοποιώντας και διάφορους μωροφιλόδοξους σωτήρες του λαού προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της κομματικής τους απήχησης – έτσι ώστε στις διπλές εκλογές του 2012 να αναδειχθούν σε αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτό ήταν το πρώτο καθοριστικό βήμα. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν αριστοτεχνικά τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, καθώς και τον φαταουλισμό των μεγάλων συμφερόντων και των ψευδο-ολιγαρχών της χώρας, για να εδραιωθούν ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας.
Καλλιέργησαν επιτήδεια τις αντιθέσεις στο εσωτερικό τη Ν.Δ. και προσεταιρίστηκαν εν τέλει ένα μεγάλο μέρος της μέσω της επαφής τους με τον Καραμανλή, τον Αβραμόπουλο, τον Παυλόπουλο, τον Παπαγγελόπουλο, ανώτατους δικαστικούς κ.λπ. Στην ίδια κατεύθυνση χρησιμοποίησαν σε μεγάλη έκταση και τον Καμμένο και το κόμμα του.
Ταυτόχρονα, και σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα χρησιμοποίησαν το εν αποσυνθέσει ΠΑΣΟΚ με τον Λαλιώτη, τον Λιβάνη και τα χιλιάδες στελέχη που είτε προσεταιρίστηκαν και προσέτρεξαν στον Σύριζα (Σπίρτζης, Κουρουμπλής, Κοτσακάς, κ.λπ.) είτε τα άφησαν ως δούρειο ίππο στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, για να δημιουργούν ισχυρούς διαύλους επικοινωνίας μαζί τους.
Παράλληλα, προσέγγισαν όλα τα μεγάλα συμφέροντα και τους δημοσιογράφους, πείθοντάς τους ότι θα τους εξυπηρετήσουν καλύτερα από τους προηγούμενους ή ότι εν τέλει αποτελούν την καλύτερη δικλείδα ασφαλείας για να ελεγχθεί το λαϊκό σώμα που βρισκόταν σε αναβρασμό. Κοντομηνάς, Βαρδινογιάννης, Κυριακού και Παπαδάκης, Οικονομέας και προπαντός Ψυχάρης και Μπόμπολας, για να μην αναφέρουμε την Γιάννα Αγγελοπούλου και άλλες «τίγρισσες του Κολωνακίου», προσχώρησαν σταδιακώς στη λογική της στήριξης του Σύριζα. Βεβαίως όλα αυτά με την ισχυρή επίνευση των υπερατλαντικών συμμάχων, κατ’ εξοχήν του δημοκρατικού κόμματος, με τον Όλιβερ Στόουν, τον Γκαλμπραίηθ, τον Τζόζεφ Στίγκλιτς και προπαντός τον Τζορτζ Σόρος, με διαμέσους διάφορους Γιάνηδες –με ένα νι και ενός κοκκόρου γνώση– και άλλα κοσμικά παράσιτα.
Με τέτοιες συμμαχίες και έχοντας απέναντί τους αντιπάλους που διέπρατταν το ένα σφάλμα πάνω στ’ άλλο (κυρίως το κλείσιμο της ΕΡΤ και την προσπάθεια προσεταιρισμού της Χρυσής Αυγής μέσω Μπαλτάκου) –συνεπικουρούντος και του… υψηλού αισθητήριου του ελληνικού λαού, που δεν αναγνώριζε την προφανή ψευτιά και απάτη του κορδακευόμενου νεανία– κατόρθωσαν εν τέλει να διεισδύσουν στα άδυτα της εξουσίας. Και από εκεί, άντε βγάλτους.
Προτίμησαν να ολοκληρώσουν την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας, να κλείσουν τις τράπεζες, να ξεπουλήσουν τη δημόσια περιουσία, αρκεί να μείνουν αγκιστρωμένοι στην εξουσία. Τις μεγάλες ικανότητές τους σ’ αυτό το πεδίο τις επέδειξαν προπαντός με το Δημοψήφισμα και τις εκλογές που ακολούθησαν. Αφού περιέπαιξαν στον έσχατο βαθμό ένα λαό που θεωρούσε πως έκανε εκ του ασφαλούς αντίσταση, κατόρθωσαν εν συνεχεία να πάρουν την ψήφο του και να εκλεγούν εκ νέου. Διότι, διέβλεψαν, και ορθά, πως το «όχι» του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα δεν αποτελούσε μια αυθεντική θέληση ρήξης, τουλάχιστον για την πλειοψηφία των ψηφοφόρων, αλλά απλώς ένα διαπραγματευτικό χαρτί. Οι Έλληνες δεν επιθυμούσαν στην πραγματικότητα ρήξη με την Ε.Ε., απλά κορόιδευαν… τον ίδιο τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και στη συνέχεια τον Τσίπρα επανεξέλεξαν και έστειλαν τον Λαφαζάνη και τη Ζωή εκτός Βουλής.
Οι πολιτικάντες του Σύριζα γνώριζαν πολύ καλά αυτή την αρνητική παράμετρο του ελληνικού χαρακτήρα, τη διαμορφωμένη σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Την προβολή δήθεν ακραίων συνθημάτων (ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο) για να κερδίσουμε απλώς κάποιους πόντους στη διαπραγμάτευση. Αυτό το υπέρτατο πασοκικό μάθημα, το γνώριζε καλύτερα απ’ όλους μια παράταξη που –ιδιαίτερα όσον αφορά το ΚΚΕεσωτ. και τον Συνασπισμό– είχε κατορθώσει να επιβιώσει επί δεκαετίες παίζοντας πάνω σε τέτοιες αμφιλεγόμενες πραγματικότητες. Και να τη σήμερα, λοιπόν, σε νέες περιπέτειες και κατορθώματα.
Γνωρίζουν πολύ καλά πως, για να κρατηθούν στην εξουσία, θα πρέπει να δειχθούν απολύτως ενδοτικοί στις απαιτήσεις και τις πιέσεις των ξένων. Πράξη πρώτη λοιπόν, τα παραχωρούν όλα, με δήθεν αντιρρήσεις, ώστε να έχουν μαζί τους τον Σόιμπλε και το ΔΝΤ, που προτιμούν αυτούς παρά οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση.
Δεύτερο, στο παζάρι με τον Σόιμπλε και τους δανειστές, ένα και μόνο αίτημα προέβαλαν. Τα νέα μέτρα να εφαρμοστούν όταν οι ίδιοι θα έχουν αποχωρήσει από την εξουσία έτσι ώστε να αναλάβει να τα εφαρμόσει η επόμενη κυβέρνηση, δηλαδή ο Μητσοτάκης! Και εν τέλει ο Σόιμπλε και η παρέα του τους «έκαναν την χάρη», μια και ως αντάλλαγμα πήραν ολόκληρη την ελληνική οικονομία! Έτσι, υπολογίζουν πως η επόμενη κυβέρνηση θα βρεθεί σε αδυναμία να επιβιώσει επί μακρόν και, δεδομένης της προεδρικής εκλογής του 2020, να προκαλέσουν την πτώση της και, ει δυνατόν, να επανέλθουν στην εξουσία.
Για κάτι τέτοιο όμως υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Η πρώτη και κυριότερη, ότι, στον χώρο της λεγόμενης κεντροαριστεράς, δεν θα υπάρχει κάποιο κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου για να συνεργαστεί με τη Ν.Δ., αλλά ένα ΠΑΣΟΚ φιλικό προς τον Σύριζα το οποίο δεν θα επιτρέψει στη Ν.Δ. να διαθέτει πλειοψηφία των 2/3 ώστε να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, ή εκατόν ογδόντα βουλευτές για να εκλέξει νέο πρόεδρο! Ο Σύριζα χρειάζεται ένα ΠΑΣΟΚ που να αποτελεί παραπληρωματική δύναμη στον ίδιο. Εξ ου και οι στενές σχέσεις με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και η διατήρηση «υποβρυχίων» στο ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και η εκδήλωση τέτοιων αντιθέσεων στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και η στοχοποίηση των «αντισυριζαίων». Απέναντι σ’ αυτή τη στρατηγική, ο Βενιζέλος, ο Θεοδωράκης, η Διαμαντοπούλου και προπαντός ο Σημίτης προσπαθούν να συγκροτήσουν έναν διαφορετικό πόλο στον χώρο της κεντροαριστεράς, που να μπορεί να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία, πράγμα όμως εξαιρετικά δύσκολο εξαιτίας και των αδυναμιών τους και της έλλειψης αναγνωρισμένου από όλους ηγέτη του εγχειρήματος.
Η δεύτερη, επίσης σημαντική, προϋπόθεση είναι ο έλεγχος των ΜΜΕ ώστε να ποδηγετούν τη λαϊκή βούληση. Και κάνουν ό,τι μπορούν. Μετά το φιάσκο Καλογρίτσα των τηλεοπτικών σταθμών, επανέρχονται πλησίστιοι, με νέες προσπάθειες έλεγχου καναλιών και εφημερίδων. Και όλα τα μέσα είναι θεμιτά: από ανενδοίαστους ολιγάρχες και μπατιρημένους ψευδοβαρώνους του Τύπου μέχρι τη χρησιμοποίηση, με το αζημίωτο, αναρίθμητων ποντικών της δημοσιογραφίας, ακόμα και στα μικρότερα κανάλια ή φυλλάδες και σάιτ.
Έτσι λοιπόν, την ώρα που οι Έλληνες στενάζουν κάτω από τη φορολογία και οι νέοι εγκαταλείπουν την χώρα όλο και πιο μαζικά, το μόνο ζήτημα με το οποίο ασχολούνται οι κυβερνώντες είναι με ποια νέα ίντριγκα και με ποια νέα κομπίνα θα κρατηθούν στην εξουσία. Και ας πάει και το παλιάμπελο, δηλαδή η χώρα, η οικονομία, ο λαός. Όπως πολύ προσφυώς υποστηρίζουν κάποιοι, εάν, έστω και ένα μέρος από την ενεργητικότητα και εφευρετικότητα την οποία επιδεικνύουν για να στήνουν μηχανεύματα και μηχανισμούς, που θα τους επιτρέψουν να διατηρήσουν την εξουσία και να εξαπατήσουν τον λαό και τους αντιπάλους τους, το διέθεταν για να προωθήσουν έστω και ελάχιστα θετικά πράγματα στην κοινωνία, κάτι θα μπορούσαν να έχουν κάνει. Όμως αυτοί, μοιραίοι συνωμότες και αέναοι ιντριγκαδόροι, ένα και μόνο μέλημα έχουν: την καρέκλα.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr