Του Ιάκωβου Ιωάννου
Εάν ρωτήσει κανείς τους Έλληνες γιατί σκύβουν υποτακτικά το κεφάλι, θα του απαντήσουν πως αναζητούν κάποιον ηγέτη που θα μπορέσει να κρατήσει το λάβαρο της επανάστασης, οδηγώντας τους στην έξοδο από την κρίση.
«Δημοκρατία σημαίνει ότι, πρέπει να βλέπει κανείς πως υπάρχει μία ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην καταπίεση και στην ελευθερία. Για τους απλούς ανθρώπους η ελευθερία μεταφράζεται στο να έχουν καθαρό νερό, να έχουν ηλεκτρισμό, να μπορούν να ζουν σε ένα αξιοπρεπές σπίτι, να έχουν μία καλή δουλειά, να μπορούν να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο και να διαθέτουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη»
Άποψη
Το να συζητείται και μόνο η ιδιωτικοποίηση κοινωφελών επιχειρήσεων όπως το νερό και το ηλεκτρικό, από μία κυβέρνηση που εκλέχθηκε με σύνθημα της τη ρήξη, έχοντας στη συνέχεια το μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία θράσος να μην τηρήσει την εντολή που της έδωσε η συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών μέσα από ένα δημοψήφισμα που η ίδια δρομολόγησε, αποτελεί ένα επαίσχυντο πολιτικό έγκλημα.
Είναι δε μεγάλη ντροπή για τη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία, η ψήφος του Σεπτέμβρη σε ένα κόμμα που συμπεριφέρθηκε με τέτοιον τρόπο στους εκλογείς και στην πατρίδα του. Σε μία αδίστακτη ομάδα που υπέγραψε ένα μνημόνιο, μέσω του οποίου παραδόθηκαν τα κλειδιά της χώρας στους ξένους κατακτητές, χωρίς την παραμικρή αντίσταση.
Από την άλλη πλευρά ένας λαός που ανέχεται τέτοιου είδους συμπεριφορές από την κυβέρνηση του, που ακούει τον πρωθυπουργό του να ευχαριστεί τους Γερμανούς, στους οποίους ξεπούλησε σκανδαλωδώς τα αεροδρόμια του χωρίς να αντιδράει καθόλου και σκύβοντας υποτακτικά το κεφάλι του, για να μη χάσει τη βολή του, δεν δικαιούται να παραπονείται για τίποτα απολύτως. Προφανώς ούτε για το ότι έχει καταντήσει να είναι η μεγάλη ντροπή της Ευρώπης, θέλοντας να κερδίσει έναν πόλεμο, χωρίς να χρειαστεί να δώσει καμία μάχη και χωρίς να θυσιάσει τίποτα.
Πόσο μάλλον όταν ο λαός αυτός, εκτός του ότι ανέχεται μία ερμαφρόδιτη κυβέρνηση ακραίων νεοφιλελεύθερων μπολσεβίκων (= ακραίοι νεοφιλελεύθεροι στην κυβέρνηση, μπολσεβίκοι στην αντιπολίτευση), μία «τερατογέννηση» δηλαδή χωρίς ιστορικό προηγούμενο, προκρίνει στις δημοσκοπήσεις ένα άλλο κόμμα, το οποίο «συμφωνεί και επαυξάνει», όσον αφορά την πολιτική των μνημονίων. Δικαιολογία πάντως δεν υπάρχει καμία, υπενθυμίζοντας τα εξής:
«Η φτώχεια δεν «νομιμοποιεί» τη ζητιανιά. Είναι καλύτερα να ζητάει ένας φτωχός και άνεργος δουλειά, παρά δανεικά – με τα οποία παραμένει όχι μόνο άνεργος και φτωχός στο διηνεκές, αλλά χρεωμένος και δούλος. Η ζητιανιά, στην περίπτωση των κρατών, οδηγεί στη διαχρονική σκλαβιά τους – στην απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας, καθώς επίσης στην «κηδεμονία» τους από τους δανειστές.Όταν το χρέος μίας χώρας δεν είναι βιώσιμο, τότε δεν εκλιπαρεί γονατιστά για τη μείωση του – πόσο μάλλον όταν δεν έχει κανένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της. Απλά χρεοκοπεί – παύει δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της, όπως η Ρωσία το 1998, χωρίς να επιτρέπει τη λεηλασία της από κανέναν«.
Υπενθυμίζω επίσης ότι, εάν ρωτήσει κανείς τους Έλληνες γιατί σκύβουν υποτακτικά το κεφάλι, θα του απαντήσουν πως αναζητούν κάποιον ηγέτη που θα μπορέσει να κρατήσει το λάβαρο της επανάστασης, οδηγώντας τους στην έξοδο από την κρίση – μία στάση που ασφαλώς αποτελεί μεγάλη ντροπή για τη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία. Ντροπή επειδή οι Έλληνες όφειλαν να γνωρίζουν από την ιστορία τους πως όταν ένας λαός είναι αποφασισμένος, δεν χρειάζεται κανέναν φωτισμένο σωτήρα – ενώ όταν δεν είναι, εμφανίζονται διαρκώς νέοι «κλόουν» που ισχυρίζονται πως έχουν κάθε είδους μαγικά ραβδιά, με αποκλειστικό σκοπό τη νομή της εξουσίας.
Δυστυχώς κάτι ανάλογο ισχύει επίσης για τους νέους, ειδικά για τους φοιτητές, οι οποίοι είναι βυθισμένοι σε μία νεκρική σιγή, έχοντας αποστασιοποιηθεί εντελώς από τα γεγονότα – ενώ ένα μεγάλο μέρος τους επιλέγει τη μετανάστευση σε άλλες χώρες. Θα ήταν άδικο βέβαια να τους κατηγορήσει κανείς ότι, συμπεριφέρονται όπως τα ποντίκια που εγκαταλείπουν πρώτα το καράβι που κινδυνεύει να βουλιάξει – αφού αυτό τους συμβουλεύουν οι γονείς τους οπότε, εύλογα ίσως, αναζητούν νέες πατρίδες, αφήνοντας τη δική τους στα χέρια των πανίσχυρων «βαρβάρων».
Ολοκληρώνοντας, είμαι πια πεπεισμένος πως δεν έχει νόημα να γράφει κανείς τίποτα για την Ελλάδα, για τους Έλληνες και για το μέλλον τους ως δουλοπάροικοι της γερμανικής αποικίας, στην οποία θα ζήσουν τα επόμενα χρόνια. Είναι χαμένος χρόνος τόσο για αυτούς που τα γράφουν, όσο και για αυτούς που τα διαβάζουν, αφού ο λαός είναι αποφασισμένος να μην αντιδράσει, ότι και να του συμβεί, προτιμώντας ολοφάνερα το βιασμό από την αντίσταση.
Ανάρτηση από: http://www.analyst.gr