Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Η κατάρρευση της ΕΕ και της Ευρωζώνης

Της Analyst Team
Το αποτυχημένο σχέδιο των 315 δις € της Κομισιόν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, οι ασυμμετρίες θα διευρυνθούν όσο αποφασίζει το αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς, με το οποίο η Γερμανία ληστεύει τους εταίρους της – έως ότου ξυπνήσουν κάποιοι, οπότε η Ευρώπη θα διαλυθεί σε χρόνο μηδέν.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πεθάνει, επειδή οι Ευρωπαίοι δεν τη θέλουν πια…. οι αλαζονικές και ηγεμονικές αυτοκρατορίες είναι καταδικασμένες στην εξαφάνιση τους» (Marie Le Pen).

Ανάλυση 

Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη που αφορά την αγορά εργασίας στην Ευρώπη (πηγή), τόσο η Ευρωζώνη, όσο και η ΕΕ, έχουν αποτύχει οικτρά. Πάνω από 23 εκ. άνθρωποι είναι σήμερα άνεργοι σε ολόκληρη την ΕΕ, ενώ περισσότεροι από τους μισούς παραμένουν χωρίς δουλειά, για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ένα έτος.
Μόνο στη ζώνη του ευρώ οι άνεργοι υπολογίζονται στα 17,5 εκ., ενώ το μέσο δημόσιο χρέος πλησιάζει στο 93% του ΑΕΠ – η ανάκαμψη είναι πολύ αργή και υπερβολικά εύθραυστη, οι ανισότητες μεταξύ των εισοδηματικών ομάδων κλιμακώνονται επικίνδυνα, δέκα χώρες απέχουν ακόμη από το ΑΕΠ του 2008, η ζήτηση συνεχίζει να είναι χαμηλή, οι επενδύσεις επίσης κοκ.
Διαπιστώνοντας τώρα κανείς την κατάρρευση της ΕΕ και της Ευρωζώνης, καθώς επίσης τη δημιουργία ισχυρών φυγόκεντρων δυνάμεων εντός τους, εύλογα αναρωτιέται μεταξύ άλλων τι έχει συμβεί με το «Ευρωπαϊκό σχέδιο στρατηγικών επενδύσεων» (EFSI) που ανακοίνωσε «πανηγυρικά» η Κομισιόν το 2014, γνωστό ως «σχέδιο Juncker» – το οποίο ξεκίνησε με 315 δις €, διπλασιαζόμενο στα 630 δις € το 2015.
Φυσικά τα κράτη της Ευρωζώνης δεν έδωσαν στην Κομισιόν τα ποσά αυτά, επί πλέον στις εισφορές τους – οπότε πρόκειται ουσιαστικά για απλές εκτιμήσεις που δεν στηρίζονται πουθενά. Στην πραγματικότητα η Κομισιόν έχει στη διάθεση της το ένα εικοστό περίπου των παραπάνω ποσών – δηλαδή, 33,5 δις €. Το υπόλοιπο οφείλει να τοποθετηθεί από τον ιδιωτικό τομέα – από τις επιχειρήσεις λοιπόν οι οποίες, παρά τα μηδενικά επιτόκια δανεισμού τους, δεν είναι καθόλου πρόθυμες να επενδύσουν!
Περαιτέρω, η βασική σκέψη του προγράμματος είναι η ελαχιστοποίηση του ρίσκου – με την έννοια πως τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν με τα 33,5 δις € της Κομισιόν, μέσω εγγυήσεων της. Εκτός αυτού θα ήταν δυνατός ο συνδυασμός των ήδη δρομολογημένων εγχειρημάτων της ΕΕ και της ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων (ΕΙΒ), με το «σχέδιο Juncker», έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να έχουν διπλό επενδυτικό κίνητρο – όπου η ΕΙΒ και η ΕΚΤ θα φρόντιζαν για την εκχώρηση δανείων με μηδενικό επιτόκιο, ενώ η Κομισιόν θα εγγυόταν για το επενδυτικό ρίσκο.
Εν τούτοις, το σχέδιο της Κομισιόν υπάρχει από αρκετά χρόνια τώρα, χωρίς όμως να έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των επενδύσεων – αφού παραμένουν στα ίδια επίπεδα με το 2014, παρά το ότι έχουν επιδοτηθεί μέσω του σχεδίου επενδύσεις ύψους 143 δις € (πηγή). Λογικά λοιπόν συμπεραίνει κανείς ότι, οι επιδοτούμενες από την Κομισιόν επενδύσεις ήταν αυτές που είχαν ήδη αποφασιστεί από τις επιχειρήσεις – οι οποίες απλά μείωσαν το ρίσκο τους, με τις εγγυήσεις που τους χαρίσθηκαν.
Η βασική ερώτηση στη συνέχεια είναι το πού ακριβώς διενεργήθηκαν αυτές οι επενδύσεις – υποθέτοντας πως εάν ήθελε κανείς να ενισχύσει την οικονομική συνοχή της Ευρώπης, θα έπρεπε να επικεντρωθεί σε επενδύσεις στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, στις οποίες μαίνεται η ύφεση, συνοδευόμενη εύλογα από «επενδυτική άπνοια». Η ανάγκη τους αυτή είναι ασφαλώς πολύ μεγάλη, επειδή το σημαντικότερο αρνητικό αποτέλεσμα της πολιτικής λιτότητας είναι η αποβιομηχανοποίηση τους – οπότε τους είναι απαραίτητη η διεξαγωγή μαζικών επενδύσεων.
Σύμφωνα όμως με τις δημοσιεύσεις της ΕΕ, τα επιδοτούμενα προγράμματα εκ μέρους της Κομισιόν έχουν διασπαρθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη – ενώ η Γερμανία ανήκει σε εκείνες τις χώρες που ενισχύθηκαν με μεγάλα ποσά! Παρά το ότι λοιπόν η Γερμανία, μαζί με την Αυστρία και το Βέλγιο ήταν τα μοναδικά κράτη, τα οποία αύξησαν τη βιομηχανική τους παραγωγή πλησιάζοντας στα επίπεδα του 2008 (γράφημα), στηρίχθηκαν επί πλέον από την Κομισιόν – ενώ χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία που πληγήκαν από μία καταστροφική αποβιομηχανοποίηση, με αποτέλεσμα η βιομηχανική τους παραγωγή να είναι πολύ χαμηλότερη από το 2008, βοηθήθηκαν ελάχιστα.
137
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής (Γερμανία, μέσος, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία).
.
Συνεχίζοντας, οι παραπάνω εξελίξεις διαιωνίζονται, αφού ακόμη και σήμερα οι (χαμηλές) επενδύσεις στις πλεονασματικές χώρες της Ευρώπης είναι σημαντικά υψηλότερες από αυτές στις ελλειμματικές– με εξαίρεση μόνο την Ισπανία. Μία από τις βασικότερες αιτίες είναι ασφαλώς το μισθολογικό dumping της Γερμανίας, στο οποίο επιμένει η πρωσική της κυβέρνηση – ενώ υπάρχουν επί πλέον άλλοι λόγοι, τοπικής φύσεως.
Για παράδειγμα, ακόμη και εντός της ομοσπονδιακής Γερμανίας κρατίδια όπως του Μονάχου, του Αμβούργου και της Στουτγάρδης παρουσιάζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης – ενώ άλλα, όπως η Βρέμη, η Ρηνανία Βεστφαλία κοκ. εμφανίζουν πτώση. Το ίδιο συμβαίνει στην Ιταλία, όπου ο βοράς είναι πιο ισχυρός, καθώς επίσης στην Ισπανία – γεγονός που σημαίνει ότι, πρόκειται για κάτι φυσιολογικό.
Οι ευρωπαϊκές ασυμμετρίες
Σε επίπεδο Ευρώπης τώρα διαπιστώνεται κάτι ανάλογο, ειδικά μετά την υιοθέτηση του ευρώ – όπου οι βιομηχανίες στις βόρειες χώρες (κυρίως στη Γερμανία, στην Αυστρία και στα κράτη της Benelux) κέρδισαν μερίδια αγοράς, εις βάρος των χωρών του νότου. Η τάση όμως αυτή θα συνεχιστεί, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στην Ευρώπη ακόμη μεγαλύτερες ασυμμετρίες – οπότε η «διάσπαση» μεταξύ των πλεονασματικών και των ελλειμματικών χωρών αφενός μεν θα βαθύνει, αφετέρου θα επιταχυνθεί, όπως άλλωστε συμβαίνει και εντός της Γερμανίας.
Ειδικότερα, το αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς του A. Smith, το οποίο δήθεν ρυθμίζει σωστά και εξισορροπεί τα πάντα χωρίς την επέμβαση κανενός, οδηγεί τα τελευταία χρόνια τις βιομηχανικές επενδύσεις λιγότερο στις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού και περισσότερο στα βιομηχανικά κέντρα – οπότε, όσο και αν νότος μειώσει τους μισθούς των εργαζομένων, δεν πρόκειται ποτέ να καταφέρει να ανταγωνιστεί το βιομηχανικό βορά, εντός της ΕΕ και της νομισματικής ένωσης που απαγορεύει τους δασμούς στήριξης της εγχώριας βιομηχανίας, τις υποτιμήσεις κοκ.
Το γεγονός αυτό επεξηγείται από τα ονομαζόμενα «Cluster effects», σύμφωνα με τα οποία οι επενδύσεις στη βιομηχανία και στις σύγχρονες εγκαταστάσεις επικεντρώνονται στις ήδη ισχυρές βιομηχανικές περιοχές – επειδή σε αυτές υπάρχουν οι απαιτούμενες υποδομές, οι μεταφορές (logistics), το εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, οι εξειδικευμένοι προμηθευτές και πάροχοι υπηρεσιών, καθώς επίσης η απαραίτητη επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη.
Μέσω αυτών των εξωτερικών «οικονομιών κλίμακας», καθώς επίσης των «πλεονεκτημάτων μεγέθους», δημιουργούνται σταθερά παραγωγικά κόστη, καθώς επίσης τεχνολογικές υπεροχές – οπότε είναι σχετικά δεδομένη η επιτυχία των βιομηχανιών στις συγκεκριμένες περιοχές, ενώ το ρίσκο είναι χαμηλότερο.
Περαιτέρω, εάν προσπαθήσει κανείς να προβλέψει το μέλλον θα υπάρξει μία Ευρώπη, στην οποία η βιομηχανική παραγωγή, μαζί με την έρευνα, την ανάπτυξη και την τεχνολογία των επικοινωνιών, θα μονοπωληθεί από το Βορά
Οι υπόλοιπες χώρες θα ανήκουν στην περιφέρεια που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα υποβαθμιστεί σε υποβοηθητική του Βορά – όσον αφορά την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλού προστιθέμενου κέρδους και τεχνολογίας (όπως για παράδειγμα η κλωστοϋφαντουργία, η αγροτική παραγωγή και ο τουρισμός).
Όπως συμπεραίνεται λοιπόν δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα μόνο της Ελλάδας, όπως συνηθίζουμε να κατηγορούμε τη χώρα μας, αλλά για ένα γενικότερο της Ευρωζώνης και της ΕΕ – το οποίο, εάν δεν επιλυθεί με την τραπεζική, δημοσιονομική και πολιτική ένωση της, κατά το παράδειγμα της ομοσπονδιακής Γερμανίας, θα οδηγήσει στη διάλυση τόσο της ΕΕ, όσο και της νομισματικής ένωσης.
Επίλογος 
Ένα σχέδιο στρατηγικών επενδύσεων, όπως αυτό που ανακοίνωσε η Κομισιόν το 2014, θα έπρεπε να προσπαθεί να διορθώσει τις παραπάνω ασυμμετρίες – παράλληλα με το συντονισμό της μισθολογικής πολιτικής των ευρωπαϊκών χωρών μεταξύ τους (έτσι ώστε να μην επιτρέπεται το μισθολογικό dumping), της φορολογικής πολιτικής (για να μην υπάρχουν διαφορές ή φορολογικές οάσεις), της νομισματικής κοκ.
Ως εκ τούτου η Κομισιόν όφειλε να υιοθετήσει μία πανευρωπαϊκή τοπική και βιομηχανική πολιτική, η οποία θα στήριζε την ισορροπημένη ανάπτυξη όλων των χωρών της Ευρώπης. Υπάρχουν βέβαια διάφορα πακέτα προώθησης και επιδοτήσεων τα οποία όμως, με βάση την εμπειρία, είτε (α) δεν έχουν αποτέλεσμα είτε (β) το χειρότερο, χρησιμοποιούνται για τη λεηλασία ορισμένων κρατών από τις άλλες – όπως στο παράδειγμα των ελληνικών αεροδρομίων (ανάλυση).
Θα ήταν επομένως απαραίτητο ένα εργαλείο, ειδικά για την Ευρωζώνη, το οποίο θα έλεγχε σωστά την κατανομή των κεφαλαίων και των επενδύσεων – έτσι ώστε να διενεργούνται επενδύσεις, καθώς επίσης να δημιουργούνται θέσεις εργασίας εκεί ακριβώς που χρειάζονται επειγόντως (όπως στην Ελλάδα, στην Ιταλία κοκ). Προϋπόθεση θα ήταν ασφαλώς μία λεπτομερής ευρωπαϊκή και δομική πολιτική, μέσω της οποίας θα εξελισσόταν σωστά οι τοπικές βιομηχανίες και ο τομέας των υπηρεσιών στην Ευρώπη – έτσι ώστε να καταπολεμούνται οι ασυμμετρίες.
Εν τούτοις εδώ ακριβώς ευρίσκεται το πρόβλημα. Στο ότι δηλαδή δεν υπάρχει καν η απαιτούμενη πολιτική βούληση, αφού κάτι τέτοιο δεν συμβαδίζει με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και του ακραίου νεοφιλελευθερισμού – σύμφωνα με τον οποίο το δημόσιο (η Κομισιόν εν προκειμένω) δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει διορθωτικά.
Λογικά λοιπόν συμπεραίνεται πως το «σχέδιο Juncker» δεν θα έχει καθόλου καλύτερα αποτελέσματα από την επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ – ενώ όσο η ζήτηση στην Ευρώπη παραμένει χαμηλή, λόγω της πολιτικής λιτότητας και του περιορισμού των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων, δεν πρόκειται να αυξηθούν οι επενδύσεις, ο ρυθμός ανάπτυξης κοκ.
139
Άρα οι ασυμμετρίες στην Ευρώπη θα συνεχιστούν, όσο αποφασίζει το αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς, με το οποίο η Γερμανία ληστεύει τους εταίρους της – έως εκείνη τη στιγμή που θα ξυπνήσουν κάποιοι, πιθανότατα οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, οπότε τόσο η ΕΕ, όσο και η Ευρωζώνη θα διαλυθούν σε χρόνο μηδέν.
Δυστυχώς η Ελλάδα, εάν συνεχιστεί η ίδια πολιτική των δουλικών υποκλίσεων εκ μέρους των κυβερνήσεων της, θα έχει ήδη μετατραπεί στη δεύτερη χώρα της Lidl, μετά την Πορτογαλία – σημειώνοντας πως η Lidl είναι μάλλον ο μεγαλύτερος εργοδότης στην πατρίδα μας, κρίνοντας από το ότι λαμβάνει 100.000 βιογραφικά ετησίως από Έλληνες που παρακαλούν να απασχοληθούν σε αυτήν. Ντροπή μας; Ισως.

Ανάρτηση από: http://www.analyst.gr