Του Γιώργου Καραμπελιά
Ποτέ άλλοτε ο ελληνισμός –ως δημογραφικό μέγεθος, οικονομική και πνευματική παραγωγή και διεθνές εκτόπισμα – δεν βρισκόταν σε κατώτερο σημείο. Το ελληνικό κράτος κινδυνεύει πλέον να μη διαθέτει τα απαραίτητα μεγέθη για την αναπαραγωγή του ως αυτόνομο κράτος. Και παρά το ότι έχουμε ιστορία 3.000 ή 4.000 χρόνων, κανείς δεν έχει κερδίσει την ιστορική αθανασία, σε ένα γεωπολιτικό σταυροδρόμι όπου η παραμικρή υποχώρηση πληρώνεται με ακριβό αντίτιμο.
Καλούμαστε, λοιπόν, να απαντήσουμε σε μια τιτάνια πρόκληση. Να βάλουμε – έστω ως ένα μικρό έθνος πλέον–, τέλος σε μια μακρά καθοδική πορεία.
Από πού όμως θα αντλήσουμε κουράγιο, αν το ιστορικό διακύβευμα είναι τόσο επισφαλές και η έκβαση μοιάζει προδιαγεγραμμένη;
Δεν τρέφουμε αυταπάτες, ωστόσο πιστεύουμε, ακόμα και σήμερα, πως ο αγώνας δεν είναι χαμένος. Αρκεί να αποκτήσουμε επί τέλους ένα συνεκτικό όραμα και μέσα, από έναν «εκσυγχρονισμό της παράδοσής», να διασώσουμε για τον σύγχρονο κόσμο την πρόταση πολιτισμού που φέρει ακόμα αυτή η μοναδική παράδοση.
Οι Έλληνες, παρότι στο επίπεδο της κουλτούρας, των παραγωγικών και εκπαιδευτικών δομών, ακόμα και των γνώσεων, βρίσκονται όντως σε κατώτερο επίπεδο από τους Δυτικούς, εντούτοις, από την «αυθόρμητη ιδεολογία» τους, τον τρόπο του βίου, τον ψυχισμό τους, βρίσκονται πιο κοντά από οποιονδήποτε άλλον με τον «ελληνικό δρόμο» που συγκρότησε τον ελληνικό πολιτισμό από την αρχαιότητα. Αυτό που ο Λάκης Προγκίδης ανακάλυψε στην κυρά Αχτίτσα του Παπαδιαμάντη. Γι’ αυτό και η προτίμησή μας στις μικροϊδιοκτητικές δομές, στο εμπόριο και τη ναυτοσύνη· η εμμονή στη σύνθεση νόησης και συναισθήματος, φύσης και πνεύματος, η ισορροπία μεταξύ μυστικισμού και ορθολογισμού, η «σωματική» σχέση με τη δημοκρατία, από την αρχαιότητα μέχρι τις κοινότητες, η απόρριψη του ολοκληρωτισμού, κ.λπ. κ.λπ.Καλούμαστε, λοιπόν, να απαντήσουμε σε μια τιτάνια πρόκληση. Να βάλουμε – έστω ως ένα μικρό έθνος πλέον–, τέλος σε μια μακρά καθοδική πορεία.
Από πού όμως θα αντλήσουμε κουράγιο, αν το ιστορικό διακύβευμα είναι τόσο επισφαλές και η έκβαση μοιάζει προδιαγεγραμμένη;
Δεν τρέφουμε αυταπάτες, ωστόσο πιστεύουμε, ακόμα και σήμερα, πως ο αγώνας δεν είναι χαμένος. Αρκεί να αποκτήσουμε επί τέλους ένα συνεκτικό όραμα και μέσα, από έναν «εκσυγχρονισμό της παράδοσής», να διασώσουμε για τον σύγχρονο κόσμο την πρόταση πολιτισμού που φέρει ακόμα αυτή η μοναδική παράδοση.
Σήμερα, λοιπόν, καθώς ο δυτικός δρόμος οδηγεί στον πολιτισμό του κατασκευασμένου ανθρώπου, του «μετανθρώπου», και ο ανατολικός στο Ισλαμικό Κράτος, η ελληνική σύνθεση αποκτά μια δραματική επικαιρότητα για την ίδια τη διάσωση του πλανήτη και του ανθρώπινου πολιτισμού.
Προφανώς, δεν ισχυριζόμαστε πως αυτός ο δρόμος μπορεί να εκπροσωπηθεί από την Ελλάδα αποκλειστικά, που δεν διαθέτει ούτε τα μεγέθη, ούτε τα μέσα για έναν τέτοιο ρόλο, αλλά πως η χώρα μας, ως η ζωντανή έκφραση μιας συνέχειας, θα μπορούσε να αποκτήσει ένα όραμα στα μεγέθη μιας κυριολεκτικά παγκοσμίας αποστολής.
Γιατί άραγε συρρέουν εκατομμύρια προσκυνητές στους αρχαιολογικούς χώρους μας, αν όχι για να έρθουν σε άμεση επαφή με την κοιτίδα του σύγχρονου πολιτισμού; Γιατί η ολυμπιακή φλόγα εγκαινιάζει, κάθε τέσσερα χρόνια, το ταξίδι της από τη Ολυμπία και οι Έλληνες αθλητές παρελαύνουν πρώτοι κατά την έναρξη των αγώνων; Για ποιο λόγο εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές, ο ίδιος ο Πούτιν και ο πατριάρχης της Μόσχας, ταξιδεύουν στο ιερό όρος του Άθω;
Σε αυτή την ιστορική στιγμή, ξαναμπαίνει και πάλι, ίσως για τελευταία φορά, το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός καθολικού οράματος ικανού να επανενώσει τους Έλληνες. Αυτό ονομάσαμε «εκσυγχρονισμό της παράδοσης». Δηλαδή, ανατρέχοντας στη μακρά παράδοσή μας, να διατυπώσουμε μία σύγχρονη πρόταση για το σήμερα, η οποία να διαθέτει μια πλανητική εμβέλεια και να επιτρέψει μια ισότιμη παρουσία στην Ευρώπη.
Ο «ελληνικός δρόμος», ως σύνθεση ανάμεσα στην τεχνόσφαιρα και τη φύση, ανάμεσα στον νου και την καρδιά, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση μιας πρότασης για τα αδιέξοδα του σημερινού κόσμου. Και επειδή οι Έλληνες δεν διαθέτουν τα μεγέθη, όπως η Κίνα π.χ., για να εκφράσουν αυτή την πρόταση αυτόνομα, είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν ως πολιτισμικό υποκείμενο – και δεν έχουν τίποτα άλλο να πράξουν επί ποινή εξαφανίσεως.
Κάτι τέτοιο, προφανώς, δεν πρόκειται να το κάνουμε μόνοι μας, αποτελεί μία κίνηση με παγκόσμιες διαστάσεις, η οποία εκφράζεται από οικολογικά κινήματα, οικονομικές προτάσεις για την επανένταξη της οικονομικής διάστασης στην κοινωνία, κ.λπ, κ.λπ. Απλώς εμείς μπορούμε να μεταβληθούμε σε ένα εργαστήρι αυτού του δρόμου. Με τη δημιουργία, για παράδειγμα, μιας Διεθνούς Φιλοσοφικής «Περιπατητικής» Σχολής στην πατρίδα του Αριστοτέλη στα Στάγειρα, ενός Παγκόσμιου Ιατρικού Συνεδριακού Κέντρου στην πατρίδα του Ιπποκράτη, την Κω. Ενός Ορθόδοξου Διεθνούς Πανεπιστήμιου στη Θεσσαλονίκη, συνδεδεμένου με το Άγιο Όρος. Τη δημιουργία ενός κέντρου για τη συνεταιριστική ιδέα στα Αμπελάκια, για τη ναυτοσύνη στην Ύδρα, για τη μηχανουργία και τη ναυπηγική στην Ερμούπολη, για την οικολογική αρχιτεκτονική στα Ζαγοροχώρια κ.λπ…
Αυτό προϋποθέτει την ανάδειξη της παιδείας σε κύρια μέριμνα του ελληνικού κράτους (τη στιγμή που τα πανεπιστήμια έχουν γίνει αχούρια και οι Έλληνες φοιτητές φεύγουν στο εξωτερικό, αντί η Ελλάδα να συγκεντρώνει σπουδαστές από όλα τα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή). Σημαίνει έναν διαφορετικό προσανατολισμό της παργωγής της χώρας, όπου το επίκεντρο μπαίνει στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ειδίκευσης.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση είναι δυνατό να αναδιαμορφωθεί ακόμα και ένας τομέας τόσο εξαρτημένος από τη διεθνή συγκυρία, όπως ο τουρισμός, εάν συνδεθεί με την ιστορική και την πολιτισμική παράδοση της χώρας από την Κνωσό έως το Άγιον Όρος – όπως ήδη γίνεται εν μέρει. Δεν είναι δυνατόν, η Ζακύνθος –που κάποτε είχε το υψηλότερο πολιτισμικό επίπεδο της Ελλάδας, το «νησί των ποιητών», η πατρίδα του Σολωμού και του Κάλβου–, να είναι σήμερα μια πολιτισμική έρημος και ο τουρισμός να συνίσταται σε μεθυσμένες αγέλες νεαρών σε κραυγαλέα μπιτς μπαρ.
Αυτή η πρόταση είναι όντως ρεαλιστική, δεν απαιτεί τεράστιες δαπάνες και πόρους, δεν απαιτεί καν να έχουμε ξεφύγει από την εποχή των μνημονίων, αλλά μπορεί να γίνει το όπλο για να ξεφύγουμε τελικά από αυτά. Απαιτεί μια Πολιτιστική Επανάσταση μεγάλης κλίμακας, που θα στραφεί πριν απ’ όλα ενάντια στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα, που μετά το 1915 καθίσταται κυρίαρχο και ακυρώνει κάθε μεγάλη συλλογική προσπάθεια.
Και όμως, δεν υπάρχει καμία άλλη διέξοδος, καμία άλλη προοπτική. «Ή όλα ή τίποτε». Είτε θα σβήσουμε ως αυτόνομο πολιτειακό υποκείμενο είτε θα συνεχίσουμε δημιουργικά, με έναν νέο ρόλο, τη μεγάλη παράδοση του ελληνισμού.
Και όμως, βρεθήκαμε μπροστά σε αυτό το ιστορικό αίτημα, σε αυτή την κυριολεκτική τιτανομαχία, γυμνοί, με ηγεσίες ανίκανες, πνευματικούς ανθρώπους χορτασμένους από τη διαφθορά και τη φθορά. Αλλά και το ίδιο το λαϊκό σώμα έχει αλλοιωθεί και έχει καταστεί ανίκανο, απέναντι στην κρίση, να παραγάγει κάτι διαφορετικό από μια παιδοκεντρική ανευθυνότητα – γι’ αυτό και όλα τα τελευταία χρόνια, απέναντι στην προδοσία των διανοουμένων και των πολιτικών, θα καταφεύγει στα ναρκωτικά του μηδενιστικού αντιεξουσιασμού, του εθνομηδενισμού, της φυγής.
Αυτός ο λαός, εμείς, αυτό το έθνος, θα πρέπει, με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, ψαχουλευτά, χωρίς πνευματικούς ταγούς, χωρίς ηγεσία, ξεκινώντας από την αγανάκτησή του, επιστρατεύοντας τις μνήμες μιας ανεπανάληπτης ιστορίας, να αντιταχθεί σε κάτι που μοιάζει με πεπρωμένο. Καθημαγμένος από τη Δεξιά και προδομένος από την Αριστερά, είναι υποχρεωμένος να απορρίψει, το ένα μετά το άλλο, τα ναρκωτικά και τις αυταπάτες, και να συνειδητοποιήσει το μέγεθος και την πολλαπλότητα της σύγκρουσης. Έτσι συμβαίνει πάντα στην ιστορία. Μόνο όταν η επιβίωση γίνεται ταυτόσημη με την επανάσταση, τότε μόνον αυτή μεταβάλλεται σε ρεαλιστική πιθανότητα.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr