Του Κώστα Πατλακίδη
Ο άλλος, ο ξένος, πάντα μας τρόμαζε. Το γνωρίζω καλά, πρόσφυγας τρίτης γενιάς, κυρίως απ’ αυτά που δεν ειπώθηκαν, αυτά που απέκρυπταν οι διηγήσεις, από εκείνα που μου έδειχναν κατά καιρούς η αμηχανία και οι σιωπές του οικογενειακού και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσα. Η Νέα Ορεστιάδα, η γενέθλια πόλη μου, γέννημα της προσφυγιάς, καρπός κατ’ εξοχήν των προλεταρίων και της λούμπεν/περιθωριακής κοινωνίας της Αδριανού, αλλά και των «ταπεινών και καταφρονεμένων» γκαγκαούζικων και αρβανίτικων επί το πλείστον στοιχείων των συνοικιών της, μου έδειξε από τα πρώτα μου βήματα τι εστί περιθώριο, επίκριση, ρατσισμός, από μια πραγματικότητα, νεοελληνική/μετεμφυλιοπολεμική, που αρνιόταν, δεκαετίες μετά την απαγόρευση των ντοπιολαλιών από την δικτατορία της 4ης Αυγούστου, να αντικρίσει επί της ουσίας στους «παρακατιανούς και παραπεταμένους» τον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή την εικόνα μιας κοινωνίας που όχι μόνο δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί αστικά, αλλά ούτε καν να μπουσουλήσει για τον εξανθρωπισμό της.
Ο άλλος όμως, ο ξένος και ο πρόσφυγας, είναι, πάντα ήταν, και το κλειδί, όχι μόνο του εξανθρωπισμού, αλλά και της απελευθέρωσής μας. Η αποπομπή του μας ξεμακραίνει απ’ αυτό. Μας απανθρωπίζει, καθώς είναι ο κλειδοκράτορας της σωτηρίας και της δικής μας ανύψωσης. Παίρνει μαζί του στο φευγιό και τα κλειδιά της δικής μας ολοκλήρωσης.
Μόνο ίσως άνθρωποι με αληθινό ήθος – κάτι που δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην απουσία παραβατικότητας ή αμαρτίας, σαν τον Νίκο Παπάζογλου ή σαν τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι και του Παπαδιαμάντη, που δεν αφήνονται να εκπέσουν της ανθρώπινης υπόστασής τους ακόμη και κατά/μετά την πτώση τους, μπορούν νομίζω να κατανοήσουν σε όλες τις διαστάσεις του αυτό το λυτρωτικό νταλαβέρι με τον κάθε λογής άλλον, τον ξένο, εγχώριο ή αλλοεθνή…
Ο άλλος, ο ξένος, πάντα μας τρόμαζε. Το γνωρίζω καλά, πρόσφυγας τρίτης γενιάς, κυρίως απ’ αυτά που δεν ειπώθηκαν, αυτά που απέκρυπταν οι διηγήσεις, από εκείνα που μου έδειχναν κατά καιρούς η αμηχανία και οι σιωπές του οικογενειακού και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσα. Η Νέα Ορεστιάδα, η γενέθλια πόλη μου, γέννημα της προσφυγιάς, καρπός κατ’ εξοχήν των προλεταρίων και της λούμπεν/περιθωριακής κοινωνίας της Αδριανού, αλλά και των «ταπεινών και καταφρονεμένων» γκαγκαούζικων και αρβανίτικων επί το πλείστον στοιχείων των συνοικιών της, μου έδειξε από τα πρώτα μου βήματα τι εστί περιθώριο, επίκριση, ρατσισμός, από μια πραγματικότητα, νεοελληνική/μετεμφυλιοπολεμική, που αρνιόταν, δεκαετίες μετά την απαγόρευση των ντοπιολαλιών από την δικτατορία της 4ης Αυγούστου, να αντικρίσει επί της ουσίας στους «παρακατιανούς και παραπεταμένους» τον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή την εικόνα μιας κοινωνίας που όχι μόνο δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί αστικά, αλλά ούτε καν να μπουσουλήσει για τον εξανθρωπισμό της.
Ο άλλος όμως, ο ξένος και ο πρόσφυγας, είναι, πάντα ήταν, και το κλειδί, όχι μόνο του εξανθρωπισμού, αλλά και της απελευθέρωσής μας. Η αποπομπή του μας ξεμακραίνει απ’ αυτό. Μας απανθρωπίζει, καθώς είναι ο κλειδοκράτορας της σωτηρίας και της δικής μας ανύψωσης. Παίρνει μαζί του στο φευγιό και τα κλειδιά της δικής μας ολοκλήρωσης.
Μόνο ίσως άνθρωποι με αληθινό ήθος – κάτι που δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην απουσία παραβατικότητας ή αμαρτίας, σαν τον Νίκο Παπάζογλου ή σαν τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι και του Παπαδιαμάντη, που δεν αφήνονται να εκπέσουν της ανθρώπινης υπόστασής τους ακόμη και κατά/μετά την πτώση τους, μπορούν νομίζω να κατανοήσουν σε όλες τις διαστάσεις του αυτό το λυτρωτικό νταλαβέρι με τον κάθε λογής άλλον, τον ξένο, εγχώριο ή αλλοεθνή…
Ανάρτηση από: http://www.tinakanoume.gr