Του Γιώργου Ρακκά
Συζητείται συχνά από τον καθημαγμένο και απελπισμένο ελληνικό λαό, για το που θα φτάσει η λεηλασία της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας μετά το σαρωτικό κάζο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Είναι επόμενο, μετά από ένα σαρωτικό κρεσέντο του πιο αρτηριοσκληρωτικού κρατισμού, που θυσίασε αποδεδειγμένα το δημόσιο συμφέρον στην προάσπιση οργανωμένων συμφερόντων-καρτέλ που δρουν εντός των θεσμών και των μηχανισμών της ελληνικής κοινωνίας, η πλάστιγγα να γείρει προς το άλλο άκρο: Έτσι εξ αντανακλάσεως, και μόνο επειδή το μπλοκ των κρατιστών αποδείχθηκε τραγικό στο τιμόνι της διαχείρισης, κερδίζουν πλέον το πάνω χέρι και μέσα στην κοινωνία απόψεις και αντιλήψεις που διολισθαίνουν στο άλλο άκρο: Αυτό της εξαφάνισης του δημοσίου, και της ολοκληρωτικής εκποίησης των κοινών στο όνομα της κρατικής αναποτελεσματικότητας.
Χαρακτηριστική ήταν, ως προς αυτό, η πρόσφατη διαμάχη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γύρω από την εγκατάσταση (κρατικά επιδοτούμενων, ας μην το ξεχνάμε) Βιομηχανικών Αιολικών Πάρκων σε νησιά του Αιγαίου, και συγκεκριμένα στην Πάρο: Σε αυτό το ζήτημα, θα ξεσπάσει μια ακραία και διόλου παραγωγική διαμάχη, στην οποία όποιοι αντιδρούν καταδικάζονται συλλήβδην ως εχθροί της εξόδου της χώρας από την κρίση, «ψεκασμένοι», οπισθοδρομικοί που «επιθυμούν να κάνουν την Ελλάδα, Βενεζουέλα».
Σε αυτό το κλίμα προφανώς, κανείς δεν μπορεί να διεξάγει μια σοβαρή συζήτηση για το βασικό επίδικο της διαμάχης, δηλαδή γύρω από το περιεχόμενο του μοντέλου ανάπτυξης που είναι σε θέση να βγάλει την χώρα από την κρίση: Άραγε η πριμοδότηση κρατικοδίαιτων ενεργειακών εταιρειών συνιστά όντως «επένδυση» ή μήπως η εγκατάσταση τεράστιας έκτασης ΒΑΠΕ, δεσμεύει χώρο και προκαταλαμβάνει της χρήσεις του απαγορεύοντας στις τοπικές κοινωνίες να αναπτύξει άλλες μορφές επιχειρηματικότητας με απείρως περισσότερες δυνατότητες βιωσιμότητας; Και τι είναι άραγε ποιο συμφέρον, να πριμοδοτήσει κανείς ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αγροτικής/κτηνοτροφικής και μεταποιητικής δραστηριότητας που να αναδεικνύει τα συγγνωστά συγκριτικά πλεονεκτήματα ποιότητας της χώρας; Μήπως θα έπρεπε, σε ό,τι αφορά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να πριμοδοτηθεί η παραγωγή νέων μορφών μικρής και μεσαίας παραγωγής, που να ευνοεί στην αξιοποίηση της εγχώριας τεχνογνωσίας (γύρω από ήπιες ανεμογεννήτριες καθέτου περιστροφής, ή πρότυπους ηλιοσυλλέκτες που βρίσκονται σε στάδιο έρευνας και εξέλιξης); Ή μήπως θα πρέπει να επιμείνουμε να πριμοδοτούμε την παραγωγή της γερμανικής υλικοτεχνικής υποδομής των ΑΠΕ βαφτίζοντας ανάπτυξη την «διόγκωση των ελλειμμάτων»;
Δυστυχώς αυτή η κουβέντα αποτρέπεται σήμερα στην Ελλάδα στο όνομα της «αναγωγής στην κεντρική πολιτική αντιπαράθεση» –της αναγκαιότητας, δηλαδή να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία: Η προτεραιότητά της είναι απολύτως σεβαστή, ωστόσο, γιατί άραγε να μην μπορεί να γίνει αντιπολίτευση από την σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος και θα πρέπει να διολισθήσουμε σε μια πολιτική ηγεμονία των δυνάμεων της αγοράς; Και μάλιστα πότε; Σε μια στιγμή που το υπόδειγμα του μηδαμινού κράτους που προώθησε φανατικά η παγκοσμιοποίηση καταρρέει, και όλοι οι δανειστές μας επιστρέφουν στην αναζήτηση υβριδικών μοντέλων, που επιστρέφουν μεγάλα τμήματα της οικονομίας υπό αυστηρή κρατική επίβλεψη και οριοθέτηση, εμείς για να πάει η Ελλάδα μπροστά καλούμαστε να γυρίσουμε πίσω σε λογικές που κυριάρχησαν το… 1990, δηλαδή 20 χρόνια πριν.
Εν τω μεταξύ η ίδια η κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση, οι δανειστές, και οι ξένες μεγάλες εταιρείες προετοιμάζονται ήδη για την επόμενη, ‘μετα-μνημονιακή’ Ελλάδα. Προωθούν ένα μοντέλο ανάπτυξη στο οποίο η χώρα έχει καταστεί ‘δαντέλα’, ανίκανη να ανταπεξέλθει στον στοιχειώδη σχεδιασμό, στην ενδυνάμωση των ενδογενών οικονομικών κυκλωμάτων, την πολιτιστική ισχυροποίηση της χώρας.
Στο πλαίσιο τα πάντα γίνονται αντικείμενο-στόχος μιας κερδοσκοπικής λογικής που προωθείται κεκαλυμμένη υπό τον μανδύα της ‘εξόδου από την κρίση’. Βαφτίζουμε δηλαδή την «αρπαχτή», ανάπτυξη –λες και υπάρχει σοβαρή διαφορά μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής αρπαχτής: Προσφάτως στην Θεσσαλονίκη, υπό την αιγίδα και την συμμετοχή ιδρυμάτων όπως του Ροκφέλερ και της Παγκόσμια Τράπεζα, συζητήθηκε το πώς θα ‘αξιοποιηθεί’ το παραλιακό μέτωπο, που προσφάτως αναπλάστηκε, με διεθνή βραβεία για τον νέο αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό, και σήμερα λειτουργεί ως ελεύθερο πάρκο πρασίνου και αναψυχής προσελκύοντας κάθε βδομάδα εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου που το χαίρονται ελεύθερα. Κάτι που δεν φτάνει για την οικεία δημοτική αρχή, και τους διεθνείς οργανισμούς με τους οποίους συνεργάζεται και γι’ αυτό προέβησαν σε έναν σχεδιασμό που περιλαμβάνει την κατασκευή υποδομών για κρουαζιερόπλοια και σκάφη αναψυχής, πλωτές πισίνες και τεχνητές παραλίες: Κοινώς ένα τεράστιο, ‘ανοιχτό’ ξενοδοχείο. Αυτό, σε μια πόλη που η ανεργία της έχει αγγίξει το 60%, ονομάζεται… ανάπτυξη. Όπως ‘αξιοποίηση’ ονομάζεται και μια αντίληψη που επιθυμεί την… ιδιωτικοποίηση του περιαστικού δάσους της Θεσσαλονίκης, ώστε αυτό να πάψει να είναι δάσος και να μεταβληθεί σε πάρκο αναψυχής με ψησταριές, αναψυκτήρια και άλλα πολιτιστικά installation.
Άραγε γιατί η ανάπτυξη ενός τέτοιου μοντέλου, που θα σημάνει την περαιτέρω πολιτιστική υποβάθμιση της χώρας, να θεωρείται ως ‘ανάταση από την κρίση’ και διέξοδος από το τέλμα του failed state, που ζούμε σήμερα και όχι ως απλώς η επόμενη φάση της αποσύνθεσης;
Τι έχει συμβεί; Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ πήραν την κυβερνητική σκυτάλη από τους ‘μνημονιακούς’, και το δικομματικό πολιτικό κατεστημένο. Το τελευταίο, στις διάφορες κυβερνητικές εκφράσεις που ξέσπασε το 2010 είχε εκχωρήσει ορισμένα τμήματα μόνο της κρατικής κυριαρχίας στους δανειστές: Την κατάρτιση της δημοσιονομικής πολιτικής (σίγουρα), τον περιορισμό της κοινωνικής πολιτικής, μια σειρά επιλεκτικών ιδιωτικοποιήσεων. Ωστόσο, η διακυβέρνηση των δήθεν αντιμνημονιακών, θα κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα, ‘κανονικοποιώντας’ το μνημόνιο σε κάθε πτυχή του οικονομικού βίου της χώρας: Πλέον, υπό λεηλασία τέθηκαν όλες οι δημόσιες υποδομές της χώρας, το τραπεζικό της σύστημα, η ΔΕΗ. Και μαζί με αυτά, σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο απειλείται σχεδόν κάθε έκφραση των «κοινών»: Ελεύθεροι χώροι, δημοτικές υποδομές, φυσικοί πόροι, η πρόσβαση σε κλάδους πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής που θεωρούνται ως συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας (βλέπε τσάκισμα της μικρής και μεσαίας αγροτικής ιδιοκτησίας, η προσπάθεια για την συγκεντροποίηση των ελαιοτριβείων, και των αποστακτηρίων κ.ο.κ.) ακόμα και η ιστορία και ο πολιτισμός αν συνυπολογίσουμε και το νέο κύμα εθνομηδενισμού που ενορχηστρώνεται από το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας, τίθονται προς εκποίηση.
Το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να τους σταματήσει. Αποδεικνύεται περίτρανα ότι το δίπολο κρατισμός-νεοφιλελευθερισμός, σύγχρονο παράγωγο του διπόλου αριστερά-δεξιά, αδυνατεί να δώσει βιώσιμη διέξοδο. Και πώς να δώσει όταν η κυρίαρχη έκφραση τόσο του δημοσίου τομέα, όσο και του ιδιωτικού στην χώρα μας βουλιάζει στην χειρότερη εκδοχή παρασιτισμού;
Ας πάρουμε το ζήτημα των μη-κρατικών πανεπιστημίων, που επανέρχεται διαρκώς στην συζήτηση: Στο μέτρο που μη-κρατικά δεν σημαίνει «ιδιωτικά», αλλά παραπέμπει στην ανάπτυξη μορφών κοινωνικής οικονομίας, και υπό την προϋπόθεση ύπαρξης αυστηρών κανόνων για το περιεχόμενο και τους προσανατολισμούς της παρεχόμενης εκπαίδευσης, δεν υπάρχει κανένας λογικός άνθρωπος που να μην δεχόταν να συζητήσει αυτήν την προοπτική. Ωστόσο σήμερα τι θα σήμαιναν στην πράξη τα μη-κρατικά πανεπιστήμια; Ότι θα κάνει, για παράδειγμα, το ΕΛΙΑΜΕΠ σε συνεργασία με τον Δήμο Αθηναίων πανεπιστήμιο για τις διεθνείς σχέσεις; Μήπως Ιδρύματα, όπως αυτό του Σόρος, ή του Φορντ και του Ροκφέλλερ δεν θα αναμειχθούν άραγε σε αυτήν την διαδικασία; Αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα διαθέτει μια μη-κρατική μεταναστευτική πολιτική, υλοποιημένη υπό τις διάφορες ΜΚΟ, με τα γνωστά αποτελέσματα για την συνοχή και την βιωσιμότητα της χώρας. Θα θέλαμε, άραγε, να εξαπλωθεί αυτή η κατάσταση και στην εκπαιδευτική πολιτική, που ουσιαστικά θα συνεπάγεται και την απώλεια κρατικής κυριαρχίας και στον χώρο της Παιδείας; Πως άραγε θα λειτουργήσει μια τέτοια επιλογή θετικά ή αρνητικά ως προς τα εθνικά μας συμφέροντα και την έξοδο της χώρας μας από την κρίση; Μήπως το πρόβλημα της Παιδείας δεν είναι κατ αρχάς πρόβλημα οργανωτικής μορφής αλλά πρόβλημα περιεχομένου; Δηλαδή πρόβλημα αξιών, εκπαιδευτικών κατευθύνσεων, καθώς και του γεγονότος ότι όλα τα ενεργά υποκείμενα που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία τείνουν να αντιμετωπίζουν το σχολείο και το πανεπιστήμιο χρησιμοθηρικά; Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να υποβαθμίσουμε ένα μείζον κατ ουσίαν πολιτιστικό πρόβλημα σε πρόβλημα οργανωτικής διάταξης. Αν αυτό γίνεται μέσα από την διαμάχη κρατιστών-νεοφιλελεύθερων για την Παιδεία, ο μόνος που την πληρώνει είναι η ίδια η Παιδεία.
Και αυτό ισχύει σε ευρύτερο επίπεδο: Τα πράγματα, πλέον, είναι αρκετά ξεκάθαρα: Η χώρα απειλείται από παντού, κινδυνεύει να καταρρεύσει σε κάθε της επίπεδο. Όλα τα επίπεδα, κατά συνέπεια, συνδέονται, και άρα δεν νοείται πατριωτισμός δίχως την ανασυγκρότηση όλων των «κοινών»· δεν νοείται παραγωγική αναγέννηση δίχως την στοιχειώδη αποκατάσταση των κρατικών λειτουργιών· και δεν νοείται επιχειρηματικότητα δίχως να δοθεί έμφαση στην παιδεία και τον πολιτισμό –όχι με τον τρόπο που το λένε οι πολιτικοί στις σχολικές γιορτές ή κατά τις ομιλίες τους σε πολιτιστικά γεγονότα– αλλά επειδή διαθέτουμε συγκριτικό πλεονέκτημα σε αυτούς τους τομείς και θα πρέπει να το αξιοποιήσουμε αποφασιστικά.
Ούτε ο κρατισμός, ούτε ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι τα οργανωτικά σχήματα εκείνα που μπορούν σήμερα να απαντήσουν σε αυτά τα ζωτικά ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνισμός. Είναι σαφές αυτό σε όσους έχουν μια εμπειρική σχέση τόσο με τον δημόσιο όσο και με τον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα σήμερα. Ωστόσο, και αυτή η εκδοχή εμφυλίου είναι απαραίτητη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, και την υπάρχουσα κομματική διάταξη προκειμένου να επιβιώσει.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr